Τα χαμένα ημερολόγια (μέρος 1ο)

1.Τελετουργικό ενηλικίωσης

Άλλος ένας χρόνος εδώ… Τελικά η σχέση μου με αυτά τα χώματα είναι κατά κάποιον τρόπο ερωτική. Αν μου το έλεγε κανείς, όταν είχα πρωτοέρθει, δεν θα το πίστευα.
Με θυμάμαι νέο παιδί, να κατεβαίνω τις σκάλες του αεροπλάνου, να κοιτάω γύρω μου απελπισμένος και ο χρόνος να σταματά. Οι θόρυβοι, η φασαρία από τριγύρω να χάνονται για λίγο. Η ζέστη, η σκόνη στον αέρα, η αποπνικτική ατμόσφαιρα, η απόγνωση των εικόνων μου έφερε μια ζαλάδα, μια αφόρητη βοή μέσα στο κεφάλι μου, που με απέκλεισε για λίγο από την πραγματικότητα. “Θεέ μου” σκέφτηκα. “Τι κάνω εδώ;”. Αμέτρητοι άνθρωποι να τρέχουν, ξυπόλητοι, εξαθλιωμένοι, οι ζωές τους δεν είχαν καμιά σημασία. Θα μπορούσαν αύριο να πεθάνουν από μια απλή γρίπη. Κανείς δε θα τους αναζητούσε, θα φάνταζε φυσιολογικό. Οι μιλιές τους ακατανόητες, τρομακτικές. Ένιωθα να απειλούμαι από τα βλέμματα τους, που πολλά είχαν κολλήσει πάνω μου. Ήξερα ότι δυσκολεύονται να επιβιώσουν. Ό,τι κουβαλούσα πάνω μου θα έφτανε για να περάσουν όχι μία, αλλά δύο ζωές. Μου έμοιαζε απλά θέμα χρόνου μέχρι να βρουν το άψυχο κορμί μου σε κάποιο από τα άπειρα ξύλινα παραπήγματα που υπήρχαν παντού, μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά μου σε αυτή την εννιαία, απέραντη παραγκούπολη. Και αυτή η μυρωδιά… Σαπίλα και θάνατος είχε ποτιστεί μέσα σε όλα. “Πώς συνηθίζεται αυτό;” αναρωτήθηκα. “Να έχετε μια ευχάριστη διαμονή στη Γκάνα” ακούστηκε η φωνή της Ευρωπαίας αεροσυνοδού που διέκοψε τις σκέψεις μου. Και αυτή ήταν η πρόθεση της. Να έρθω στα σύγκαλα μου και να ξεκουμπιστώ. Είχα σταθεί ακίνητος και εμπόδιζα τους υπόλοιπους επιβάτες. Και αυτή βιαζόταν να ξαναμπεί στο αεροπλάνο και να φύγει από αυτές τις καταραμένες συντεταγμένες.
Πήρα τα μαθήματα μου στην αρχή. Και ήταν δύσκολα. Αλλά κατάλαβα από πολύ νωρίς πως θα έπρεπε να σκληρύνω για να επιβιώσω. Με τον καιρό όλα άρχισαν να φαίνονται αλλιώς. Γιατί πέρα από τις παραγκουπόλεις υπήρχε η ατέλειωτη ελευθερία της ερήμου, η περιπέτεια στα τροπικά δάση. Αλλά κυρίως ήταν ένας κόσμος με τεράστιες προοπτικές για μένα, έναν μορφωμένο δυτικό άνθρωπο. Όταν στο πρώτο μου σαφάρι είδα τα τεράστια διαμάντια και σμαράγδια, κατάλαβα ότι θα πέρναγαν χρόνια μέχρι που θα επέστρεφα πίσω. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ελάχιστη επίγνωση για το τι θησαυροί υπήρχαν γύρω τους. Όλα έμοιαζαν τόσο εύκολα. Στην αρχή έσπρωχνα τα πετράδια στην Ευρώπη. Πολλές φορές πουλούσα 40 με 50 φορές πάνω απ’ ότι τα έπαιρνα. Γρήγορα μάζεψα το κεφάλαιο για να αγοράσω κομμάτια γης. Μετά δε χρειάστηκε καν να προσπαθήσω. Μόνοι τους έρχονταν μιλούνια οι ντόπιοι να μου ζητήσουν να σκάβουν όλη μέρα και όλη νύχτα στα ορυχεία για ένα πιάτο φαί και έναν ύπνο κατάχαμα. Ποτέ δεν μπήκα ούτε μέσα στα τούνελ να δω την κατάσταση. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, όλο και καλύτερα. Κάθε έκρηξη που άκουγα πίνοντας τα κοκτέηλ μου από μακριά, ήξερα ότι με έκανε και πιο ισχυρό. Γρήγορα βρήκα τους τρόπους μου για να επιβληθώ. Σε κάθε όροφο του ορυχείου υπήρχε και ένας δικός μου άνθρωπος, επιστάτης. Είχε κάτι αστεία προνόμια σε σχέση με τους άλλους. Λίγο καπνό, άντε και ένα ποτήρι αλκοόλ. Πιο πολύ το αίσθημα της εξουσίας, της ανωτερότητας από τους υπόλοιπους ήταν που τον έκανε να θέλει να διατηρήσει τη θέση του και να είναι έμπιστος. Ήταν τα μάτια μου και τα αυτιά μου μέσα στο ορυχείο. Χέρια που έκλεβαν, τα έκοβε. Πόδια που κινούνταν αργά τα τσάκιζε. Εγώ ήμουν μακριά από όλα αυτά για να νιώσω ενοχές. Ήξερα άλλωστε ότι όλοι αυτοί, αν δεν ήταν εργάτες σε μένα, η μοίρα τους θα ήταν πολύ χειρότερη.
Θυμάμαι όταν είχα πρωτοαγοράσει γη στη Ναμίμπια. Είχα ρίξει πολύ κεφάλαιο και είχα αγχωθεί. Η πίεση ήταν μεγάλη, έπρεπε να δουλεύουν όλο και πιο γρήγορα. Όπως τέλειωνα το ποτό μου, ακούστηκε άλλη μια έκρηξη και ο χαρακτηριστικός ήχος από τις πέτρες που έπεφταν. “Cheers” φώναξα γελώντας και σήκωσα το ποτήρι μου. Οι δυο κοπέλες που μου έκαναν συντροφιά άρχισαν να με χαϊδεύουν πιο έντονα. Την ώρα που η μία άρχισε να με αγκαλιάζει, ακούστηκε μια αναταραχή στην είσοδο του ορυχείου. Την έσπρωξα απότομα για να δω τι συμβαίνει. Ήταν ένα παιδί, όχι πάνω από 10 ετών. Ήταν δύσκολο να μαντέψεις την ηλικία του, τόσο αδύνατο που τα κόκαλα του έμοιαζαν έτοιμα να ξεσκίσουν τις σάρκες του και να πεταχτούν έξω. Έτρεχε και ούρλιαζε έχοντας τα χέρια του στο πρόσωπό του, και έτσι όπως ήταν μικροκαμωμένο και ευκίνητο ξέφυγε από τους επιστάτες που προσπαθούσαν να το πιάσουν. Μου δημιουργήθηκε περιέργεια για το τι είχε συμβεί, αλλά μου ήταν αδύνατο να σηκωθώ από την αιώρα μετά από τόσα ποτήρια ρούμι. Ωστόσο το παιδί πλησίασε, έχασε την ισοροπία του και έπεσε κάτω. Δε θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα αυτή πριν το πιάσουν οι δικοί μου και το πετάξουν σηκωτό έξω από τον χώρο μας. Εκεί που ήταν πριν τα μάτια του, τώρα υπήρχαν μόνο δύο άδειες λακούβες από τις οποίες έτρεχαν ποτάμια αίματος. Δεν είχα ξανακούσει τέτοιες κραυγές στη ζωή μου. Δεν μπορούσε ούτε δάκρυα να χύσει για αυτό που περνούσε. Σοκαρίστηκα όπως ποτέ. Από εκείνη τη μέρα διέταξα ότι από όποιον επιστάτη ξέφευγε εργάτης, να τον εκτελούσαν αμέσως μπροστά σε όλους.
Έτσι δεν χρειαστηκε ποτέ ξανά να ζήσω κάτι ανάλογο. Ή μπορεί και να μην το θυμάμαι. Περνούσαν μήνες ολόκληροι χωρίς να είμαι νηφάλιος άλλωστε. Το ρούμι δεν τελείωνε ποτέ. Τα ναρκωτικά ήταν πολύ φτηνά και προσιτά. Η μόνη περίοδος που τα αποχωριζόμουν ήταν όταν ήμουν άρρωστος. Και συνέβαινε συχνά διάολε. Εκέινος ο κίτρινος πυρετός στην Μαγαδασκάρη φέτος νόμιζα ότι θα με τελειώσει. Το αστείο είναι ότι, πέρα από τους πόνους, στο κεφάλι μου υπάρχουν οι ίδιες αναμνήσεις και για εκείνες τις μέρες. Οι ίδιες εικόνες για όλες τις μέρες. Παραισθήσεις, ζαλάδα, όλα παραμορφωμένα σαν να λιώνουν και να κουνιούνται, ο ήχος από τα τύμπανα με την παραδοσιακή μουσική να κοντεύει να μου σπάσει το κεφάλι, ιδρώτας, και μαύρα κορμιά να σέρνονται πάνω στο δικό μου, που ώρες ώρες μεταμορφώνονταν σε τεράστια φιδια, να κουλουριάζονται γύρω από το σώμα μου, να με σφίγγουν δυνατά και να φέρνουν τα κίτρινα τους μάτια ακριβώς μπροστά στα δικά μου. Και η φιδίσια τους διχαλωτή γλώσσα να πετάγεται απότομα και να γλύφει τα χείλη μου. Και τα τύμπανα να μη σταματούν ποτέ, σα να γίνομαι θυσία σε κάποιον αρχαίο ερπετόμορφο θεό…
Κι όμως τα ερωτεύτηκα όλα αυτά. Την αδρεναλίνη. Την αίσθηση ότι είσαι κάτι ανώτερο εδώ. Έχω εθιστει. Πρέπει να φύγω. Επιβάλλεται. Η επόμενη αρρώστια μπορεί να είναι θανατηφόρα. Ή η επόμενη δόση. Ή η επόμενη μαυρούλα με το HIV της. Έχω την αγαπημένη μου Αθήνα συνέχεια στο μυαλό μου. Φέτος είναι η τελευταία χρονιά σε αυτό τον τόπο. Αν μείνω κι άλλο θα με ρουφήξει για πάντα. Έχω πια αρκετά για να γυρίσω πίσω και να ζω όπως εδώ. Δεν πρέπει του χρόνου οι σελίδες του ημερολογίου μου να είναι σάπιες από την υγρασία και γεμάτες άμμο. Δεν πρέπει του χρόνου να ξαναγράφω από εδώ…

2. Αγάπη Μόνο

Α.

Αυτές οι πρώτες μέρες στην Αθήνα είναι πολύ δύσκολες. Ο αρχικός ενθουσιασμός της επιστροφής μετά από τόσα και τόσα χρόνια, μετά από τόσα και τόσα ταξίδια, δεν κράτησε πολύ. Οι ανέσεις του δυτικού κόσμου (έστω και του μπασταρδεμένου, όπως είναι στην ελληνική εκδοχή του) ήταν καλοδεχούμενες και θελκτικές, αλλά δεν αρκούσαν να καλύψουν το κενό. Το κενό που μου άφησε ο αποχωρισμός της μαγείας του παράδοξου που έκρυβε η Αφρική. Τις μέρες που είμαι εδώ, το μόνο που κάνω είναι να πληρώνω ακριβώς τι θέλω να ζήσω κάθε στιγμή. Και το ζω χλιαρά, αναμενόμενα. Ξέρω ακριβώς τι θα συναντήσω στον δρόμο μου. Στην Αφρική όταν προχωρούσες δεν ήξερες τι θα συναντήσεις πίσω από κάθε γωνία που ήσουν έτοιμος να στρίψεις… Μια περιπέτεια; Μια ευκαιρία; Ένας κίνδυνος; Μια τρελή αναποδιά; Κάποιο αφροδίσιο; Καμιά φορά νίκες που σε έκαναν να αισθανθείς ότι σου ανήκει ο κόσμος όλος. Άλλα οι ήττες ήταν τεράστιες, μη διαχειρίσιμες.

Εδώ όλα είναι προβλέψιμα. Δεν είμαι πλασμένος για αυτή τη ζωή. Γι’ αυτό έφυγα εξ’ αρχής, αλλά πέρασαν τόσα χρόνια που δυστυχώς το είχα ξεχάσει. Το μόνο που με ιντριγκάρει σε τούτη τη νέα μου καθημερινότητα είναι αυτό το σπίτι. Τις επόμενες μέρες θα είναι πια εντελώς έτοιμο. Κουβαλάει μια ενέργεια περίεργη. Δυνατή. Μα και σκοτεινή. Σε γεμίζει έμπνευση. Όπως κάθομαι ξαπλωμένος εδώ στο κρεβάτι, ο άνεμος φυσάει με δύναμη τις κουρτίνες και τις κάνει, με τους κυματισμούς τους, να σχηματίζουν μορφές. Πολλές μορφές, ανθρώπινες, μα και άλλες αλλόκοτες, απόκοσμες. Παντού, σε όλους τους χώρους ακούγονται ψίθυροι και βήματα βιαστικά. Συχνά νιώθεις μια κίνηση, χωρίς οπτικά να αλλάζει θέση κάτι, σου μένει μια τέτοια εντύπωση που δεν μπορείς να την εξηγήσεις. Μια δυο φορές εχώ πιάσει με την άκρη του ματιού μου ένα διαφανές ρευστό ρεύμα να κινείται στον αέρα πολύ γρήγορα, που πριν προλάβω να εστιάσω χάνεται από το οπτικό μου πεδίο. Μοιάζει με την μέδουσα μέσα στο νερό, είναι σχεδόν αόρατο, σαν άυλο.

Από την πρώτη μέρα το αισθάνθηκα θυμάμαι. Αλλά δεν ήθελα να φύγω, και θα ήταν πολύ εύκολο. Ήξερα ότι εδώ μέσα θα με περίμεναν εκπλήξεις για να τις ζήσω. Αλλά έπρεπε να κάνω αυτό που έμαθα να κάνω τόσο καλά όλα αυτά τα χρόνια στην Αφρική- να προσέχω για να επιβιώνω. Και να προσέχω όλα εκείνα που είναι πολύτιμα για μένα. Το προηγούμενο χρονικό διάστημα είχα τους μπράβους που με ακολουθούσαν παντού να φροντίζουν γι’ αυτό. Και πράγματι αισθανόμουν ασφαλής. Από τη στιγμή και πέρα που οι δουλειές πήγαιναν πια κάτι παραπάνω από καλά, ζούσα μέσα στην πολυτέλεια περιτριγυρισμένος από πολλούς ανθρώπους με καραμπίνες. Μακριά από τα ορυχεία του ιδρώτα, του θανάτου, στο συννεφάκι μου. Και μπορούσα κάθε βράδυ να κοιμάμαι ήσυχος ακολουθώντας το βραδινό τελετουργικό μου, να ξαπλώνω μαζί με τις δύο μου μεγάλες αγάπες. Την Έλενα και την Πικρή Αλήθεια. Σήμερα θα διαφυλάξω ότι μου έχει απομείνει με τον καινούριο τρόπο τον δυτικό, τον μπάσταρδο.

Ναι όλη μου η ζωή είναι γεμάτη τελετουργικά. Υπάρχει ένα για κάθε στιγμή της μέρας. Τα επαναλαμβάνω πιστά. Και το καθένα έχει τη δική του μουσική να το συνοδεύει. Το ρέκβιεμ, η Ενάτη, ο κουρέας της Σεβίλλης, η κάρμινα μπουράνα και τα υπόλοιπα ακούγονται κάθε μέρα δίνοντας τον κατάλληλο, απαραίτητο τόνο στο καθένα. Διασφαλίζοντας ότι δε θα χαθεί μέσα στην επαναληψη αυτός ο τόνος που κρύβει την ουσία τους. Και δεν τα βαριέμαι γιατί πολύ απλά έχω δοκιμάσει πολλές εναλλακτικές για το καθένα και έχουν αποδειχτεί ξεκάθαρα ως τα καλύτερα. Ότι κάνουν τη δουλειά που απαιτείται με τον καλύτερο τρόπο. Και μπορώ να τα χρησιμοποιώ αυτόματα, χωρίς καμία προσπάθεια και κόπο, με εγγυημένο αποτέλεσμα. Γιατί να τα αλλάξω; Όταν ξέρεις πως το κασμίρι είναι το καλύτερο γιατί να μην φοράς πάντα αυτό και να συμβιβάζεσαι με κάποιο άλλο ύφασμα; Όταν ξέρεις ότι μπορείς να ανοίξεις ένα δώρο εύκολα κόβοντας την κορδέλα, γιατί να προσπαθείς να την λύσεις; Και μιλάω ακόμα και για εκείνα τα πράγματα που τυχαίνει η «κορδέλα» τους να είναι ο ομφάλιος λώρος που τα κρατάει στη ζωή… Έτσι τρώω πάντα το αγαπημένο μου γλυκό ξεκινώντας από το χειρότερο του σημείο και αφήνω το καλύτερο για το τέλος. Δεν πίνω ποτέ ντραγκς πριν τις τρεις το μεσημέρι, τις παραγωγικές μου ώρες. Όλα έχουν συγκεκριμένη θέση μέσα στο σπίτι, την καλύτερη τους. Και πάντα όταν ντύνομαι να πάω κάπου, το κάνω με συγκεκριμένω τρόπο, τον γρηγορότερο. Πρώτα το πουκάμισο τινάζοντας το νευρικά από τους ώμους, μετά το παντελόνι, ακολούθως τα παπούτσια μαζεύοντας τα κορδόνια στο εσωτερικό και τέλος το σακάκι.

Το ίδιο ίσχυε για τα βράδια μου παλιότερα, τότε… Τα μαγικά μου βράδια στην Αφρική. Όταν πέφταμε στο κρεβάτι μας με την Έλενα, πριν την αγκαλιάσω, υπήρχε συγκεκριμένο τελετουργικό. Έβγαζα από την τσέπη μου την Πικρή Αλήθεια και την κοίταζα για λίγο, πριν την βάλω μέσα στο μαξιλάρι μου. Είχε ένα χρώμα που σε ξάφνιαζε. Δεν πίστευες ότι θα μπορούσε να υπάρχει τέτοιο βαθύ μοβ. Όσο την κοιτούσες, χανόσουν στο μοβ της, υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος στο εσωτερικό της. Έμοιαζε με εκείνες τις κρυστάλλινες μπάλες που έχουν μια ολόκληρη πολιτεία μέσα τους και όταν τις κουνάς χιονίζει. Έτσι είναι και η πικρή Αλήθεια.. Με τη διαφορά ότι η πολιτεία που κρύβει είναι πραγματική. Και είναι μια πόλη φάντασμα. Μια πόλη στην οποία κατοικούν οι ψυχές όλων αυτών που έχασαν τη ζωή τους για τούτο το πετράδι. Που πούλησαν την ψυχή τους για να το αποκτήσουν και έμεινε για πάντα παγιδευμένη μέσα του. Και είναι πάρα πολλοί αυτοί. Θυμάμαι τις ιστορίες που είχα ακούσει, ότι στα βάθη της ζούγκλας του Κονγκο φυλές το λάτρευαν σαν θεό, έκαναν τελετές και θυσίες για να το εξευμενίσουν. Κατάρα ακολουθούσε όσους το κακομεταχειρίστηκαν. Ο πρώτος που το είχε κλέψει βρέθηκε παρατημένος πλάι σε μια κόκκινη λίμνη, ενώ με κάποιον μυστήριο τρόπο του είχαν αφαιρέσει το δέρμα από το μισό σώμα και μετά τον είχαν αφήσει να πεθάνει αργά από την αιμορραγία. Μετά, ένα φεγγάρι, πέρασε από τα χέρια πειρατων. Τελικά το ανακάλυψαν μόνο του σε ένα καράβι γεμάτο πτώματα. Από το ημερολόγιο φαινόταν ότι οι πειρατές είχαν σκοτώσει ο ένας τον άλλον για το πετράδι. Και άλλοι, και άλλοι, και πόσοι ακόμα μέχρι έμένα. Πόσοι έχουν πεθάνει κρατώντας την στο χέρι τους σφιχτά, κτητικά, τρελαμένα… Κάποια ήσυχα βράδια με πανσέληνο θυμάμαι να ακούω τις φωνές τους, τους λυγμούς τους… Δεν μπορείς να τους αδικήσεις που πέθαναν γι’ αυτήν. Ασκεί μια ακατανίκητη γητειά με το που την κοιτάξεις. Το μοιρολόι όλων τους περιέγραφε την ίδια αλήθεια την αβάσταχτη, που κουβαλούσε την ίδια αξεπέραστη πίκρα- ότι δεν μπορούσαν να ζήσουν μακριά της, ότι πέθαναν, όπως ήταν προδιαγεγραμμένο από την αρχη που την απέκτησαν, χωρίς να να την χορτάσουν και δεν μπορούν πια να την ξαναντικρύσουν.

Έτσι κοιμόμουν με τις δύο μου μεγάλες αγάπες. Πλήρης. Και ήξερα ότι με την Πικρή Αλήθεια θα ξεκινούσε και η επόμενη μέρα μου. Το πρώτο πράγμα που θα έκανα όταν θα ξυπνούσα, θα ήταν να την βγάλω από το μαξιλάρι και να μείνω να την κοιτάω. Με αυτή την προσμονή είχα πάντα γλυκό ύπνο. Και με την Έλενα στο πλάι μου. Ξεχωριστή στην Αφρική σαν το πετράδι μου. Κατάλευκη σαν ο καυτός ήλιος να μην μπορούσε να την αγγίξει. Με τα χρυσά της μαλλιά να είναι βγαλμένα από τις ξανθιές σαβάνες του νότου και και τους ατέλειωτους αμμόλοφους του βορρά. Γεννημένη αλλού μα γεννημένη για αυτόν τόπο, γεννημένη για τον μεγαλύτερο εραστή αυτού του τόπου, εμένα. Ζεστή. Τρυφερή. Και με τα δικά της τελετουργικά. Όταν είχαμε πρωτογνωριστεί, της έφερνα κάθε μέρα από ένα λουλούδι. Το έβαζε στο ανθοδοχείο δίπλα στο κρεβάτι μας. Κάθε μέρα και ένα καινούριο λουλούδι πετώντας το παλιό. Έτσι μου έλεγε πρέπει να είναι οι μέρες μας. Κάθε μία να είναι ξεχωριστή. Και ότι αυτό δε γίνεται από μόνο του. Πρέπει εμείς να την κάνουμε ξεχωριστή. Τη μέρα που δε θα μας νοιάζει αυτό, που δε θα είναι η πρώτη μας προτεραιότητα, που δε θα επικοινωνούμε έτσι, εμείς οι δύο θα έχουμε τελειώσει. Το λουλούδι στο ανθοδοχείο θα μείνει το ίδιο και δε θα αργήσει να πεθάνει. Έτσι και έγινε όταν έφυγε. Μου έμεινε για πάντα μόνο το λουλούδι που της είχα χαρίσει την τελευταία μέρα που ήμασταν μαζί, Αλλά δεν πέθανε ποτέ για μένα. Το κράτησα ζωντανό. Δεν μπορώ να το αποχωριστώ. Μέχρι σήμερα, κάθε βράδυ το βάζω στο ανθοδοχείο δίπλα στην άδεια πλευρά του κρεβατιού που της ανήκει. Ένα μνημόσυνο που δεν τελειώνει ποτέ, στου οποίου το στεφάνι έχει μείνει πεισματικά ένα μόνο λουλούδι απέθαντο, να παίζει το ίδιο έργο ξανά και ξανά…

Β.

Τα ποδοβολητά τρέχουν πάνω κάτω
Πάνω κάτω

Έρχονται να μου πάρουν την Πικρή Αλήθεια

Πάνω κάτω

Πάνω κάτω

Κακό τριπάκι

Τα βιβλία τα λογιστικά έχουν γεμίσει αριθμούς

Αριθμοί με πολλά ψηφία και σύμβολα ακατανόητα

Πηδάνε έξω και σκαρφαλώνωνουν στους τοίχους

Πρέπει να πληρώσεις μου φωνάζουν αυστηρά

Ήρθε η ώρα να πληρώσεις λένε και μου κουνάνε το δάχτυλο

Και οι τοίχοι πάλλονται μέσα έξω

Σαν να μια μεμβράνη

Μέσα έξω

Μέσα έξω

Κάνουν έναν ήχο λες και είναι γεμάτοι υγρό πίσω τους

Αίμα θα ξεχυθεί από μέσα τους όταν σκάσουν

Που βγαίνει με ορμή και όλο ανεβαίνει η στάθμη του

Πλημμυρίζει το σπίτι και θα με πνίξει στο τέλος

Όλα περνάνε από τα μάτια μου μέσα σε δευτερόλεπτα

Τα νεκρά παιδιά που δούλευαν στα ορυχεία

Μαυρα κορμιά ιδρωμένα που σαν φίδια με τυλίγουν

Μην ξεχνάς- διαφορετικό λουλούδι κάθε μέρα

Μην ξεχνάς

Η σκόνη πάνω στο κουτάλι που λιώνει

Freebase που πάντα εμμονές και παράνοια φέρνει

Η αγάπη που έχασα

Το τηλέφωνο χτυπάει επίμονα, εκκωφαντικά

Δε σταματάει μα ποιός είναι;

Συναλλαγματικές ακάλυπτη αποζημιώσεις πρόστιμο

Πετάω το τηλέφωνο με όλη μου τη δύναμη

και γίνεται χίλια κομμάτια μαζί με όσα απαιτεί

Η δευτερη αγάπη που δε θα χάσω

Δε θα την χάσω

1.Τελετουργικό ενηλικίωσης

Άλλος ένας χρόνος εδώ… Τελικά η σχέση μου με αυτά τα χώματα είναι κατά κάποιον τρόπο ερωτική. Αν μου το έλεγε κανείς, όταν είχα πρωτοέρθει, δεν θα το πίστευα.
Με θυμάμαι νέο παιδί, να κατεβαίνω τις σκάλες του αεροπλάνου, να κοιτάω γύρω μου απελπισμένος και ο χρόνος να σταματά. Οι θόρυβοι, η φασαρία από τριγύρω να χάνονται για λίγο. Η ζέστη, η σκόνη στον αέρα, η αποπνικτική ατμόσφαιρα, η απόγνωση των εικόνων μου έφερε μια ζαλάδα, μια αφόρητη βοή μέσα στο κεφάλι μου, που με απέκλεισε για λίγο από την πραγματικότητα. “Θεέ μου” σκέφτηκα. “Τι κάνω εδώ;”. Αμέτρητοι άνθρωποι να τρέχουν, ξυπόλητοι, εξαθλιωμένοι, οι ζωές τους δεν είχαν καμιά σημασία. Θα μπορούσαν αύριο να πεθάνουν από μια απλή γρίπη. Κανείς δε θα τους αναζητούσε, θα φάνταζε φυσιολογικό. Οι μιλιές τους ακατανόητες, τρομακτικές. Ένιωθα να απειλούμαι από τα βλέμματα τους, που πολλά είχαν κολλήσει πάνω μου. Ήξερα ότι δυσκολεύονται να επιβιώσουν. Ό,τι κουβαλούσα πάνω μου θα έφτανε για να περάσουν όχι μία, αλλά δύο ζωές. Μου έμοιαζε απλά θέμα χρόνου μέχρι να βρουν το άψυχο κορμί μου σε κάποιο από τα άπειρα ξύλινα παραπήγματα που υπήρχαν παντού, μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά μου σε αυτή την εννιαία, απέραντη παραγκούπολη. Και αυτή η μυρωδιά… Σαπίλα και θάνατος είχε ποτιστεί μέσα σε όλα. “Πώς συνηθίζεται αυτό;” αναρωτήθηκα. “Να έχετε μια ευχάριστη διαμονή στη Γκάνα” ακούστηκε η φωνή της Ευρωπαίας αεροσυνοδού που διέκοψε τις σκέψεις μου. Και αυτή ήταν η πρόθεση της. Να έρθω στα σύγκαλα μου και να ξεκουμπιστώ. Είχα σταθεί ακίνητος και εμπόδιζα τους υπόλοιπους επιβάτες. Και αυτή βιαζόταν να ξαναμπεί στο αεροπλάνο και να φύγει από αυτές τις καταραμένες συντεταγμένες.
Πήρα τα μαθήματα μου στην αρχή. Και ήταν δύσκολα. Αλλά κατάλαβα από πολύ νωρίς πως θα έπρεπε να σκληρύνω για να επιβιώσω. Με τον καιρό όλα άρχισαν να φαίνονται αλλιώς. Γιατί πέρα από τις παραγκουπόλεις υπήρχε η ατέλειωτη ελευθερία της ερήμου, η περιπέτεια στα τροπικά δάση. Αλλά κυρίως ήταν ένας κόσμος με τεράστιες προοπτικές για μένα, έναν μορφωμένο δυτικό άνθρωπο. Όταν στο πρώτο μου σαφάρι είδα τα τεράστια διαμάντια και σμαράγδια, κατάλαβα ότι θα πέρναγαν χρόνια μέχρι που θα επέστρεφα πίσω. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν ελάχιστη επίγνωση για το τι θησαυροί υπήρχαν γύρω τους. Όλα έμοιαζαν τόσο εύκολα. Στην αρχή έσπρωχνα τα πετράδια στην Ευρώπη. Πολλές φορές πουλούσα 40 με 50 φορές πάνω απ’ ότι τα έπαιρνα. Γρήγορα μάζεψα το κεφάλαιο για να αγοράσω κομμάτια γης. Μετά δε χρειάστηκε καν να προσπαθήσω. Μόνοι τους έρχονταν μιλούνια οι ντόπιοι να μου ζητήσουν να σκάβουν όλη μέρα και όλη νύχτα στα ορυχεία για ένα πιάτο φαί και έναν ύπνο κατάχαμα. Ποτέ δεν μπήκα ούτε μέσα στα τούνελ να δω την κατάσταση. Οι δουλειές πήγαιναν καλά, όλο και καλύτερα. Κάθε έκρηξη που άκουγα πίνοντας τα κοκτέηλ μου από μακριά, ήξερα ότι με έκανε και πιο ισχυρό. Γρήγορα βρήκα τους τρόπους μου για να επιβληθώ. Σε κάθε όροφο του ορυχείου υπήρχε και ένας δικός μου άνθρωπος, επιστάτης. Είχε κάτι αστεία προνόμια σε σχέση με τους άλλους. Λίγο καπνό, άντε και ένα ποτήρι αλκοόλ. Πιο πολύ το αίσθημα της εξουσίας, της ανωτερότητας από τους υπόλοιπους ήταν που τον έκανε να θέλει να διατηρήσει τη θέση του και να είναι έμπιστος. Ήταν τα μάτια μου και τα αυτιά μου μέσα στο ορυχείο. Χέρια που έκλεβαν, τα έκοβε. Πόδια που κινούνταν αργά τα τσάκιζε. Εγώ ήμουν μακριά από όλα αυτά για να νιώσω ενοχές. Ήξερα άλλωστε ότι όλοι αυτοί, αν δεν ήταν εργάτες σε μένα, η μοίρα τους θα ήταν πολύ χειρότερη.
Θυμάμαι όταν είχα πρωτοαγοράσει γη στη Ναμίμπια. Είχα ρίξει πολύ κεφάλαιο και είχα αγχωθεί. Η πίεση ήταν μεγάλη, έπρεπε να δουλεύουν όλο και πιο γρήγορα. Όπως τέλειωνα το ποτό μου, ακούστηκε άλλη μια έκρηξη και ο χαρακτηριστικός ήχος από τις πέτρες που έπεφταν. “Cheers” φώναξα γελώντας και σήκωσα το ποτήρι μου. Οι δυο κοπέλες που μου έκαναν συντροφιά άρχισαν να με χαϊδεύουν πιο έντονα. Την ώρα που η μία άρχισε να με αγκαλιάζει, ακούστηκε μια αναταραχή στην είσοδο του ορυχείου. Την έσπρωξα απότομα για να δω τι συμβαίνει. Ήταν ένα παιδί, όχι πάνω από 10 ετών. Ήταν δύσκολο να μαντέψεις την ηλικία του, τόσο αδύνατο που τα κόκαλα του έμοιαζαν έτοιμα να ξεσκίσουν τις σάρκες του και να πεταχτούν έξω. Έτρεχε και ούρλιαζε έχοντας τα χέρια του στο πρόσωπό του, και έτσι όπως ήταν μικροκαμωμένο και ευκίνητο ξέφυγε από τους επιστάτες που προσπαθούσαν να το πιάσουν. Μου δημιουργήθηκε περιέργεια για το τι είχε συμβεί, αλλά μου ήταν αδύνατο να σηκωθώ από την αιώρα μετά από τόσα ποτήρια ρούμι. Ωστόσο το παιδί πλησίασε, έχασε την ισοροπία του και έπεσε κάτω. Δε θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα αυτή πριν το πιάσουν οι δικοί μου και το πετάξουν σηκωτό έξω από τον χώρο μας. Εκεί που ήταν πριν τα μάτια του, τώρα υπήρχαν μόνο δύο άδειες λακούβες από τις οποίες έτρεχαν ποτάμια αίματος. Δεν είχα ξανακούσει τέτοιες κραυγές στη ζωή μου. Δεν μπορούσε ούτε δάκρυα να χύσει για αυτό που περνούσε. Σοκαρίστηκα όπως ποτέ. Από εκείνη τη μέρα διέταξα ότι από όποιον επιστάτη ξέφευγε εργάτης, να τον εκτελούσαν αμέσως μπροστά σε όλους.
Έτσι δεν χρειαστηκε ποτέ ξανά να ζήσω κάτι ανάλογο. Ή μπορεί και να μην το θυμάμαι. Περνούσαν μήνες ολόκληροι χωρίς να είμαι νηφάλιος άλλωστε. Το ρούμι δεν τελείωνε ποτέ. Τα ναρκωτικά ήταν πολύ φτηνά και προσιτά. Η μόνη περίοδος που τα αποχωριζόμουν ήταν όταν ήμουν άρρωστος. Και συνέβαινε συχνά διάολε. Εκέινος ο κίτρινος πυρετός στην Μαγαδασκάρη φέτος νόμιζα ότι θα με τελειώσει. Το αστείο είναι ότι, πέρα από τους πόνους, στο κεφάλι μου υπάρχουν οι ίδιες αναμνήσεις και για εκείνες τις μέρες. Οι ίδιες εικόνες για όλες τις μέρες. Παραισθήσεις, ζαλάδα, όλα παραμορφωμένα σαν να λιώνουν και να κουνιούνται, ο ήχος από τα τύμπανα με την παραδοσιακή μουσική να κοντεύει να μου σπάσει το κεφάλι, ιδρώτας, και μαύρα κορμιά να σέρνονται πάνω στο δικό μου, που ώρες ώρες μεταμορφώνονταν σε τεράστια φιδια, να κουλουριάζονται γύρω από το σώμα μου, να με σφίγγουν δυνατά και να φέρνουν τα κίτρινα τους μάτια ακριβώς μπροστά στα δικά μου. Και η φιδίσια τους διχαλωτή γλώσσα να πετάγεται απότομα και να γλύφει τα χείλη μου. Και τα τύμπανα να μη σταματούν ποτέ, σα να γίνομαι θυσία σε κάποιον αρχαίο ερπετόμορφο θεό…
Κι όμως τα ερωτεύτηκα όλα αυτά. Την αδρεναλίνη. Την αίσθηση ότι είσαι κάτι ανώτερο εδώ. Έχω εθιστει. Πρέπει να φύγω. Επιβάλλεται. Η επόμενη αρρώστια μπορεί να είναι θανατηφόρα. Ή η επόμενη δόση. Ή η επόμενη μαυρούλα με το HIV της. Έχω την αγαπημένη μου Αθήνα συνέχεια στο μυαλό μου. Φέτος είναι η τελευταία χρονιά σε αυτό τον τόπο. Αν μείνω κι άλλο θα με ρουφήξει για πάντα. Έχω πια αρκετά για να γυρίσω πίσω και να ζω όπως εδώ. Δεν πρέπει του χρόνου οι σελίδες του ημερολογίου μου να είναι σάπιες από την υγρασία και γεμάτες άμμο. Δεν πρέπει του χρόνου να ξαναγράφω από εδώ…

2. Αγάπη Μόνο

Α.

Αυτές οι πρώτες μέρες στην Αθήνα είναι πολύ δύσκολες. Ο αρχικός ενθουσιασμός της επιστροφής μετά από τόσα και τόσα χρόνια, μετά από τόσα και τόσα ταξίδια, δεν κράτησε πολύ. Οι ανέσεις του δυτικού κόσμου (έστω και του μπασταρδεμένου, όπως είναι στην ελληνική εκδοχή του) ήταν καλοδεχούμενες και θελκτικές, αλλά δεν αρκούσαν να καλύψουν το κενό. Το κενό που μου άφησε ο αποχωρισμός της μαγείας του παράδοξου που έκρυβε η Αφρική. Τις μέρες που είμαι εδώ, το μόνο που κάνω είναι να πληρώνω ακριβώς τι θέλω να ζήσω κάθε στιγμή. Και το ζω χλιαρά, αναμενόμενα. Ξέρω ακριβώς τι θα συναντήσω στον δρόμο μου. Στην Αφρική όταν προχωρούσες δεν ήξερες τι θα συναντήσεις πίσω από κάθε γωνία που ήσουν έτοιμος να στρίψεις… Μια περιπέτεια; Μια ευκαιρία; Ένας κίνδυνος; Μια τρελή αναποδιά; Κάποιο αφροδίσιο; Καμιά φορά νίκες που σε έκαναν να αισθανθείς ότι σου ανήκει ο κόσμος όλος. Άλλα οι ήττες ήταν τεράστιες, μη διαχειρίσιμες.

Εδώ όλα είναι προβλέψιμα. Δεν είμαι πλασμένος για αυτή τη ζωή. Γι’ αυτό έφυγα εξ’ αρχής, αλλά πέρασαν τόσα χρόνια που δυστυχώς το είχα ξεχάσει. Το μόνο που με ιντριγκάρει σε τούτη τη νέα μου καθημερινότητα είναι αυτό το σπίτι. Τις επόμενες μέρες θα είναι πια εντελώς έτοιμο. Κουβαλάει μια ενέργεια περίεργη. Δυνατή. Μα και σκοτεινή. Σε γεμίζει έμπνευση. Όπως κάθομαι ξαπλωμένος εδώ στο κρεβάτι, ο άνεμος φυσάει με δύναμη τις κουρτίνες και τις κάνει, με τους κυματισμούς τους, να σχηματίζουν μορφές. Πολλές μορφές, ανθρώπινες, μα και άλλες αλλόκοτες, απόκοσμες. Παντού, σε όλους τους χώρους ακούγονται ψίθυροι και βήματα βιαστικά. Συχνά νιώθεις μια κίνηση, χωρίς οπτικά να αλλάζει θέση κάτι, σου μένει μια τέτοια εντύπωση που δεν μπορείς να την εξηγήσεις. Μια δυο φορές εχώ πιάσει με την άκρη του ματιού μου ένα διαφανές ρευστό ρεύμα να κινείται στον αέρα πολύ γρήγορα, που πριν προλάβω να εστιάσω χάνεται από το οπτικό μου πεδίο. Μοιάζει με την μέδουσα μέσα στο νερό, είναι σχεδόν αόρατο, σαν άυλο.

Από την πρώτη μέρα το αισθάνθηκα θυμάμαι. Αλλά δεν ήθελα να φύγω, και θα ήταν πολύ εύκολο. Ήξερα ότι εδώ μέσα θα με περίμεναν εκπλήξεις για να τις ζήσω. Αλλά έπρεπε να κάνω αυτό που έμαθα να κάνω τόσο καλά όλα αυτά τα χρόνια στην Αφρική- να προσέχω για να επιβιώνω. Και να προσέχω όλα εκείνα που είναι πολύτιμα για μένα. Το προηγούμενο χρονικό διάστημα είχα τους μπράβους που με ακολουθούσαν παντού να φροντίζουν γι’ αυτό. Και πράγματι αισθανόμουν ασφαλής. Από τη στιγμή και πέρα που οι δουλειές πήγαιναν πια κάτι παραπάνω από καλά, ζούσα μέσα στην πολυτέλεια περιτριγυρισμένος από πολλούς ανθρώπους με καραμπίνες. Μακριά από τα ορυχεία του ιδρώτα, του θανάτου, στο συννεφάκι μου. Και μπορούσα κάθε βράδυ να κοιμάμαι ήσυχος ακολουθώντας το βραδινό τελετουργικό μου, να ξαπλώνω μαζί με τις δύο μου μεγάλες αγάπες. Την Έλενα και την Πικρή Αλήθεια. Σήμερα θα διαφυλάξω ότι μου έχει απομείνει με τον καινούριο τρόπο τον δυτικό, τον μπάσταρδο.

Ναι όλη μου η ζωή είναι γεμάτη τελετουργικά. Υπάρχει ένα για κάθε στιγμή της μέρας. Τα επαναλαμβάνω πιστά. Και το καθένα έχει τη δική του μουσική να το συνοδεύει. Το ρέκβιεμ, η Ενάτη, ο κουρέας της Σεβίλλης, η κάρμινα μπουράνα και τα υπόλοιπα ακούγονται κάθε μέρα δίνοντας τον κατάλληλο, απαραίτητο τόνο στο καθένα. Διασφαλίζοντας ότι δε θα χαθεί μέσα στην επαναληψη αυτός ο τόνος που κρύβει την ουσία τους. Και δεν τα βαριέμαι γιατί πολύ απλά έχω δοκιμάσει πολλές εναλλακτικές για το καθένα και έχουν αποδειχτεί ξεκάθαρα ως τα καλύτερα. Ότι κάνουν τη δουλειά που απαιτείται με τον καλύτερο τρόπο. Και μπορώ να τα χρησιμοποιώ αυτόματα, χωρίς καμία προσπάθεια και κόπο, με εγγυημένο αποτέλεσμα. Γιατί να τα αλλάξω; Όταν ξέρεις πως το κασμίρι είναι το καλύτερο γιατί να μην φοράς πάντα αυτό και να συμβιβάζεσαι με κάποιο άλλο ύφασμα; Όταν ξέρεις ότι μπορείς να ανοίξεις ένα δώρο εύκολα κόβοντας την κορδέλα, γιατί να προσπαθείς να την λύσεις; Και μιλάω ακόμα και για εκείνα τα πράγματα που τυχαίνει η «κορδέλα» τους να είναι ο ομφάλιος λώρος που τα κρατάει στη ζωή… Έτσι τρώω πάντα το αγαπημένο μου γλυκό ξεκινώντας από το χειρότερο του σημείο και αφήνω το καλύτερο για το τέλος. Δεν πίνω ποτέ ντραγκς πριν τις τρεις το μεσημέρι, τις παραγωγικές μου ώρες. Όλα έχουν συγκεκριμένη θέση μέσα στο σπίτι, την καλύτερη τους. Και πάντα όταν ντύνομαι να πάω κάπου, το κάνω με συγκεκριμένω τρόπο, τον γρηγορότερο. Πρώτα το πουκάμισο τινάζοντας το νευρικά από τους ώμους, μετά το παντελόνι, ακολούθως τα παπούτσια μαζεύοντας τα κορδόνια στο εσωτερικό και τέλος το σακάκι.

Το ίδιο ίσχυε για τα βράδια μου παλιότερα, τότε… Τα μαγικά μου βράδια στην Αφρική. Όταν πέφταμε στο κρεβάτι μας με την Έλενα, πριν την αγκαλιάσω, υπήρχε συγκεκριμένο τελετουργικό. Έβγαζα από την τσέπη μου την Πικρή Αλήθεια και την κοίταζα για λίγο, πριν την βάλω μέσα στο μαξιλάρι μου. Είχε ένα χρώμα που σε ξάφνιαζε. Δεν πίστευες ότι θα μπορούσε να υπάρχει τέτοιο βαθύ μοβ. Όσο την κοιτούσες, χανόσουν στο μοβ της, υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος στο εσωτερικό της. Έμοιαζε με εκείνες τις κρυστάλλινες μπάλες που έχουν μια ολόκληρη πολιτεία μέσα τους και όταν τις κουνάς χιονίζει. Έτσι είναι και η πικρή Αλήθεια.. Με τη διαφορά ότι η πολιτεία που κρύβει είναι πραγματική. Και είναι μια πόλη φάντασμα. Μια πόλη στην οποία κατοικούν οι ψυχές όλων αυτών που έχασαν τη ζωή τους για τούτο το πετράδι. Που πούλησαν την ψυχή τους για να το αποκτήσουν και έμεινε για πάντα παγιδευμένη μέσα του. Και είναι πάρα πολλοί αυτοί. Θυμάμαι τις ιστορίες που είχα ακούσει, ότι στα βάθη της ζούγκλας του Κονγκο φυλές το λάτρευαν σαν θεό, έκαναν τελετές και θυσίες για να το εξευμενίσουν. Κατάρα ακολουθούσε όσους το κακομεταχειρίστηκαν. Ο πρώτος που το είχε κλέψει βρέθηκε παρατημένος πλάι σε μια κόκκινη λίμνη, ενώ με κάποιον μυστήριο τρόπο του είχαν αφαιρέσει το δέρμα από το μισό σώμα και μετά τον είχαν αφήσει να πεθάνει αργά από την αιμορραγία. Μετά, ένα φεγγάρι, πέρασε από τα χέρια πειρατων. Τελικά το ανακάλυψαν μόνο του σε ένα καράβι γεμάτο πτώματα. Από το ημερολόγιο φαινόταν ότι οι πειρατές είχαν σκοτώσει ο ένας τον άλλον για το πετράδι. Και άλλοι, και άλλοι, και πόσοι ακόμα μέχρι έμένα. Πόσοι έχουν πεθάνει κρατώντας την στο χέρι τους σφιχτά, κτητικά, τρελαμένα… Κάποια ήσυχα βράδια με πανσέληνο θυμάμαι να ακούω τις φωνές τους, τους λυγμούς τους… Δεν μπορείς να τους αδικήσεις που πέθαναν γι’ αυτήν. Ασκεί μια ακατανίκητη γητειά με το που την κοιτάξεις. Το μοιρολόι όλων τους περιέγραφε την ίδια αλήθεια την αβάσταχτη, που κουβαλούσε την ίδια αξεπέραστη πίκρα- ότι δεν μπορούσαν να ζήσουν μακριά της, ότι πέθαναν, όπως ήταν προδιαγεγραμμένο από την αρχη που την απέκτησαν, χωρίς να να την χορτάσουν και δεν μπορούν πια να την ξαναντικρύσουν.

Έτσι κοιμόμουν με τις δύο μου μεγάλες αγάπες. Πλήρης. Και ήξερα ότι με την Πικρή Αλήθεια θα ξεκινούσε και η επόμενη μέρα μου. Το πρώτο πράγμα που θα έκανα όταν θα ξυπνούσα, θα ήταν να την βγάλω από το μαξιλάρι και να μείνω να την κοιτάω. Με αυτή την προσμονή είχα πάντα γλυκό ύπνο. Και με την Έλενα στο πλάι μου. Ξεχωριστή στην Αφρική σαν το πετράδι μου. Κατάλευκη σαν ο καυτός ήλιος να μην μπορούσε να την αγγίξει. Με τα χρυσά της μαλλιά να είναι βγαλμένα από τις ξανθιές σαβάνες του νότου και και τους ατέλειωτους αμμόλοφους του βορρά. Γεννημένη αλλού μα γεννημένη για αυτόν τόπο, γεννημένη για τον μεγαλύτερο εραστή αυτού του τόπου, εμένα. Ζεστή. Τρυφερή. Και με τα δικά της τελετουργικά. Όταν είχαμε πρωτογνωριστεί, της έφερνα κάθε μέρα από ένα λουλούδι. Το έβαζε στο ανθοδοχείο δίπλα στο κρεβάτι μας. Κάθε μέρα και ένα καινούριο λουλούδι πετώντας το παλιό. Έτσι μου έλεγε πρέπει να είναι οι μέρες μας. Κάθε μία να είναι ξεχωριστή. Και ότι αυτό δε γίνεται από μόνο του. Πρέπει εμείς να την κάνουμε ξεχωριστή. Τη μέρα που δε θα μας νοιάζει αυτό, που δε θα είναι η πρώτη μας προτεραιότητα, που δε θα επικοινωνούμε έτσι, εμείς οι δύο θα έχουμε τελειώσει. Το λουλούδι στο ανθοδοχείο θα μείνει το ίδιο και δε θα αργήσει να πεθάνει. Έτσι και έγινε όταν έφυγε. Μου έμεινε για πάντα μόνο το λουλούδι που της είχα χαρίσει την τελευταία μέρα που ήμασταν μαζί, Αλλά δεν πέθανε ποτέ για μένα. Το κράτησα ζωντανό. Δεν μπορώ να το αποχωριστώ. Μέχρι σήμερα, κάθε βράδυ το βάζω στο ανθοδοχείο δίπλα στην άδεια πλευρά του κρεβατιού που της ανήκει. Ένα μνημόσυνο που δεν τελειώνει ποτέ, στου οποίου το στεφάνι έχει μείνει πεισματικά ένα μόνο λουλούδι απέθαντο, να παίζει το ίδιο έργο ξανά και ξανά…

Β.

Τα ποδοβολητά τρέχουν πάνω κάτω
Πάνω κάτω

Έρχονται να μου πάρουν την Πικρή Αλήθεια

Πάνω κάτω

Πάνω κάτω

Κακό τριπάκι

Τα βιβλία τα λογιστικά έχουν γεμίσει αριθμούς

Αριθμοί με πολλά ψηφία και σύμβολα ακατανόητα

Πηδάνε έξω και σκαρφαλώνωνουν στους τοίχους

Πρέπει να πληρώσεις μου φωνάζουν αυστηρά

Ήρθε η ώρα να πληρώσεις λένε και μου κουνάνε το δάχτυλο

Και οι τοίχοι πάλλονται μέσα έξω

Σαν να μια μεμβράνη

Μέσα έξω

Μέσα έξω

Κάνουν έναν ήχο λες και είναι γεμάτοι υγρό πίσω τους

Αίμα θα ξεχυθεί από μέσα τους όταν σκάσουν

Που βγαίνει με ορμή και όλο ανεβαίνει η στάθμη του

Πλημμυρίζει το σπίτι και θα με πνίξει στο τέλος

Όλα περνάνε από τα μάτια μου μέσα σε δευτερόλεπτα

Τα νεκρά παιδιά που δούλευαν στα ορυχεία

Μαυρα κορμιά ιδρωμένα που σαν φίδια με τυλίγουν

Μην ξεχνάς- διαφορετικό λουλούδι κάθε μέρα

Μην ξεχνάς

Η σκόνη πάνω στο κουτάλι που λιώνει

Freebase που πάντα εμμονές και παράνοια φέρνει

Η αγάπη που έχασα

Το τηλέφωνο χτυπάει επίμονα, εκκωφαντικά

Δε σταματάει μα ποιός είναι;

Συναλλαγματικές ακάλυπτη αποζημιώσεις πρόστιμο

Πετάω το τηλέφωνο με όλη μου τη δύναμη

και γίνεται χίλια κομμάτια μαζί με όσα απαιτεί

Η δευτερη αγάπη που δε θα χάσω

Δε θα την χάσω

3. Στα καράβια

Πληρώνω μεγάλο τίμημα. Η καταστροφή μου με βρήκε στην χειρότερη στιγμή. Τώρα που είμαι γέρος και αδύναμος. Βλέπω όλα αυτά για τα οποία πάλεψα μια ζωή να χάνονται, να μην στέκονται ικανά να μου εξασφαλίσουν να περάσω άνετα όσον καιρό μου μένει. Τόσα σχέδια, θυσίασα κάθε μου ιδέα για να φτάσω ως εδώ. Δε σκόνταψα ούτε σε ένα πτώμα απ’ όλα αυτά που πάτησα. Και προσπαθώ να διαφυλάξω ό,τι πολύτιμο μου έχει απομείνει. Όλο το σπίτι το έχτισα για αυτήν. Να είναι ασφαλής. Να μην την χάσω. Να είναι καλά κρυμμένη από τα ανθρωπάρια που σκανάρουν με τα λαίμαργα μάτια τους τα πάντα. Αλλά τώρα το σπίτι είναι γεμάτο μυστικά και παράδοξα που την κρατούν στην αφάνεια. Δε θα μάθει ποτέ κανείς.

Όλο το σπίτι είναι γεμάτο μυστικά και παράδοξα και το καθένα από αυτα παίζει μαζί μου. Είναι εκεί για να μου θυμίζει, για να με δικάζει, για να με στοιχειώνει. Αφρικάνικα μαγικά σύμβολα εμφανίζονται στους τοίχους από το πουθενά. Πολλές πόρτες, τις ανοίγεις καμιά φορά, και σε οδηγούν σε άλλους τόπους. Σαν να περνάς σε διαφορετική διάσταση. Να βρίσκομαι ξαπλωμένος στο χορτάρι, δίπλα σε ένα δέντρο και ο ήλιος στο ταβάνι να αλλάζει χρώματα. Να ταξιδεύω μέσα σε κλειστοβικά τούνελ, που μοιάζουν με εκείνα από τα ορυχεία εξόρυξης, μπουσουλώντας στο σκοτάδι για ώρες. Είναι σαν κατακόμβες κάτω από το σπίτι. Δεν έχουν τέλος. Συνεχίζουν στο άπειρο. Ο χρόνος περνάει διαφορετικά μέσα εκει. Κάνει αφόρητη ζέστη, δεν μπορώ να δω καλά καλά και προσπαθώ απεγνωσμένα να βγω έξω. Όπως τόσοι εργάτες που πέρασαν από την δούλεψη μου. Και καμιά φορά- εκεί είναι που τρελαίνομαι- εμφανίζεται μια τεράστια άρπα από το πουθενά. Την πλησιάζει μια μορφή αόρατη, άυλη. Καταλαβαίνεις την ύπαρξη της γιατί όταν κοιτάς προς την πλευρά της τα πράγματα που βρίσκονται πίσω της φαίνονται λίγο παραμορφωμένα, σαν να κινείται το περίγραμμα τους, σαν να βρίσκεσαι μέσα σε νερό. Και με το που φτάνει πάνω στην άρπα, οι χορδές της κινούνται και παίζει μουσικά κομμάτια που έπαιζα εγώ πριν από πολλά χρόνια με την κιθάρα μου, που τα ακούω ακόμα και σήμερα. Μου δημιουργείται η εντύπωση πως αυτή η μορφή είναι που κάνει τις χορδες να πάλλονται.

Παντού και κάτι που να με ταξιδεύει στο παρελθόν. Και πάντα πονάει. Πρέπει να το περάσει και κάποιος άλλος αυτό. Είναι πολύ το βάρος για να το σηκώνω μόνος μου. Τέτοιες ώρες είναι που σκέφτομαι πως ξεκίνησαν όλα. Τότε που ήμουν παιδί ακόμα, αθώος, ιδεολόγος. Την ώρα που οι υπόλοιποι στην ηλικία μου ζούσαν ξεγνοιαστα, εγώ ήδη δούλευα στα καράβια. Σκληρή δουλειά δε λέω… Πολύ κούραση, μήνες μακριά από το σπίτι σου, μοναξιά και κίνδυνοι για τη ζωή σου. Και κάποιες περιόδους η οικονομία δεν πήγαινε καλά. Στην κρίση επάνω τα δρομολόγια λιγόστευαν και δεν υπήρχαν δουλειές για όλους. Ήταν δύσκολα. Αλλά για να είμαι ειλικρινής και δίκαιος, έγω δεν τα ένιωσα όλα αυτά στο πετσί μου. Δεν είχα ούτε παιδιά ούτε σκυλιά. Και άμα έμενα χωρίς μεροκάματο ή είχα ξωμείνει ξοδεύοντας τα όλα σε ποτά και φούντα, ο πατέρας μου πάντα τσόνταρε κάτι. Ήξερα ότι αυτό πάντα θα ίσχυε, οπότε ημουν άνετος. Άνετος για να επιλέγω συχνά σε ποιο καράβι θέλω να δουλέψω και σε ποιο όχι, αλλά ακόμα και να παρατήσω σε κάποιο λιμάνι το πλοίο στο οποίο είμαι, γιατί δεν την παλεύω άλλο.

Τα χρόνια στα καράβια με άλλαξαν πολύ. Είδα εικόνες που με διαμόρφωσαν σαν χαρακτήρα. Στην αρχή είδα όλους αυτούς με τις υποχρεώσεις, τα παιδιά ή τα χρέη που δεν τους έπαιρνε να αρνηθούν κάποια δουλειά ή να διαπραγματευτούν καλύτερη αμοιβή για αυτήν. Άσε που συχνά δεν είχαν και ιδιαίτερα προσόντα για να προτιμώνται. Είδα την αγωνία για επιβίωση στα μάτια τους, τη μιζέρια στην καθημερινότητα τους, την κούραση και την έλλειψη στόχων και κινήτρων, την απελπισία όταν μένανε στο λιμάνι αφού δεν τους είχε διαλέξει κανείς για το πλοίο του.Τους ξεχώριζες εύκολα από τους υπόλοιπους που όταν πια δεν υπήρχε λόγος για να βρίσκονται εκεί, σηκώνονταν και έφευγαν για το σπίτι τους, την οικογένεια τους ή για να πιουν κανά κονιάκ στον καφενέ και να παίξουν χαρτιά. Αυτοί όμως παρέμεναν εκεί. Σκυφτοί, με τους ώμους προς τα μέσα και το βλέμμα χαμηλά. Δεν μπορούσα να βλέπω αυτά τα πρόσωπα. Δεν μπορούσα να ακούω κάθε βδομάδα και για έναν από εμάς που σκοτώθηκε στο αμπάρι, πνίγηκε ή έπαθε σοβαρό ατύχημα και του έμεινε κουσούρι. Που μπορεί πριν λίγο καιρό να πίναμε στο ίδιο τραπέζι. Που μπορεί να έχει μικρά παιδιά. Ή πόσοι ήταν εκείνοι που δούλευαν για μήνες και τελικά η παράδοση του εμπορεύματος δεν γινόταν ποτέ και δεν πληρώνονταν καθόλου… Αισθανόμουν μεγάλη αδικία για όλα αυτά. Όπως και όλοι οι άλλοι. Μα εγώ είχα κάτι που τους έλειπε. Όντας μη εξαρτημένος οικονομικά από αυτή τη δουλειά απόλυτα και γνωρίζοντας ότι δεν είναι αυτή που θα κάνω για μια ζωή, είχα το θάρρος να αντισταθώ στα αφεντικά εκ του ασφαλούς. Αυτή μου η στάση δεν πέρασε απαρατήρητη. Σύντομα με πλησίασαν από το κόμμα και μετά από πολλές συζητήσεις με έναν δικό τους, μου πρότειναν να τους ακολουθήσω.Συμφωνούσα με αυτά που έλεγαν. Δεν ντρέπομαι ωστόσο να παραδεχτώ ότι από την πρώτη στιγμή συνυπολόγισα τα προνόμια που είχαν οι εκλεγμένοι του συνδικάτου. Με τις φιλίες μου, την ανώτερη μου μόρφωση (σε σχέση με τους υπόλοιπους) και την υποστήριξη του κόμματος, σίγουρα θα γινόμουν ένας απο αυτούς. Δέχτηκα αμέσως. Και σύντομα τα κατάφερα. Εκτός από τα προνόμια μετά ανακάλυψα και τα υπόλοιπα. Πράγματι τα βάζαμε με αφεντικά που δεν ήταν εντάξει, αλλά συνήθως τύχαινε να τα είχαμε πάρει χοντρά από τους ανταγωνιστές τους. Και όσο για τους εργάτες… Καθώς όλοι με πλησίαζαν και μου ζητούσαν χάρες, σιχάθηκα το ανθρώπινο είδος. Θα μπορούσαν να πουλήσουν και την ψυχή τους για λίγα χρήματα παραπάνω, για μια μικρή διευκόλυνση. Πόσο μάλλον να την φέρουν πισώπλατα στον διπλανό τους. Στον συνάδελφο. Που έχουν κοινά συμφέροντα. Με αηδίασαν. Αισθανόμουν πια, από πολύ νωρίς, σαν μέλος μιας ιδιαίτερης ελίτ ανάμεσα τους.

Την επόμενη χρονιά τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά. Κάποιες εταιρίες που θίξαμε τα συμφέροντα τους τα έβαλαν μαζί μας. Οι εκλογές ήταν γερό χαστούκι, επιστροφή στην πραγματικότητα. Και όχι επιστροφή σαν ίσος μεταξυ ίσων, όπως υπολόγιζα με φρίκη (αρκούσε αυτό για μου δημιουργήσει φρίκη). Πολύ χειρότερα. Ήταν πολλοί που τα είχαν μαζί μου στη δουλειά γιατί τα είχα βρει λέει με τους εφοπλιστές. Και τα μισά αφεντικά δεν ήθελαν να με δουν ούτε ζωγραφιστό. Από το κόμμα με διέγραψαν αμέσως όταν έγινε γνωστό προς τα έξω ότι τα έπαιρνα. Και είχα χάσει τον πατέρα μου πριν λίγους μήνες. Για πρώτη φορά, και πολύ απότομα, ήμουν μόνος, ντροπιασμένος, απαξιωμένος και πολύ σύντομα πεινασμένος. Τότε ήταν που μίσησα το ανθρώπινο είδος πιο βαθιά. Δεν τα έβαλα κάτω. Γρήγορα κατέφυγα σε κάτι άλλο που με είχε διαμορφώσει όσον καιρό ήμουν στα καράβια.

Τον περισσότερο καιρό ταξίδευα σε χώρες που βρίσκονται σε αυτό που ονομάζουμε τρίτο κόσμο. Οι πρώτες ύλες ήταν πολύ φτηνές εκεί, οπότε τις μεταφέραμε μετά στις χώρες παραγωγής. Είδα από κοντά πόσο προκλητικά εύκολα πλούτιζαν οι λαθρέμποροι κρύβοντας πράγματα μέσα στα εμπορεύματα. Αλλά και όταν κατεβαίναμε στα λιμάνια, τους μπράβους, τους νταβατζήδες, το νόμο της ζούγκλας σε όλο του το μεγαλείο. Πόσο εύκολα μπορούσες να κάνεις ο,τιδήποτε με τα λεφτά σου σε αυτά τα μέρη. Μπορούσες να αγοράσεις ό,τι σου κατέβει όσο παράλογο ή παράνομο θα ήταν στην Ευρώπη ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πράγματα, ή ανθρώπους. Όλα εύκολα. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπήρχε καν αυτό που θεωρούμε αυτονόητο, ένα κράτος δικαίου. Ή όπου αυτό υπήρχε, λειτουργούσε με τη νοοτροπία «θα κάνω πως κοιτάω αλλού απέναντι σε οποιαδήποτε κίνηση που θα φέρει λεφτά, δε με νοιάζει αν στάζουν αίμα». Και τα πάντα ήταν πάμφθηνα…

Ήξερα πως ήταν το κατάλληλο μέρος για να κάνω μια καινούρια αρχή. Και η περπέτεια που κρύβουν τέτοια μέρη με έλκει ακαταμάχητα ούτως ή άλλως… Κάπως έτσι πήρα την απόφαση. Δανείστηκα όσα περισσότερα μπορούσα απ’ όσους γνωστούς μου μιλούσαν ακόμα- δήθεν ότι παντρεύομαι και ότι πρέπει να χτίσω καινούριο σπίτι. Αποχαιρέτησα τη μάνα μου και την Μαρία, που πάντα με περίμενε με υπομονή σε κάθε ταξίδι να επιστρέψω και με υπομονή σε κάθε επιστροφή να της ζητήσω να την παντρευτώ. Δήθεν για κανά μήνα. Για ταξίδι με ένα εμπορικό για Αίγυπτο. Έκλαψαν γιατί ανησυχούσαν ότι θα μου κάνουν κακό από τη δουλειά, είχαν πειστεί ότι δε θα επέστρεφα στα καράβια. Δεν τις ξαναείδα ποτέ. Όταν το αεροπλάνο απογειώθηκε και αντίκρυσα την Αθήνα από ψηλά, ήμουν ενθουσιασμένος. Δεν είχα ξαναπετάξει ποτέ. Έφευγα μακριά από όλα τα προβλήματα μου. Θα βρισκόμουν σε ένα μέρος που από μειονεκτική θέση απέναντι στους υπόλοιπους, τώρα θα ήμουν σε πλεονεκτική. Και δε θα ξαναέβλεπα αυτές τις δύο σκύλες που με τη γκρίνια και τις απαιτήσεις τους με οδήγησαν πρώτα στην μετριότητα και μετά στην καταστροφή. Θα γύριζα νικητής.

Σήμερα δεν έχω πάλι τη δύναμη και τον χρόνο για να φύγω και να τα κερδίσω όλα από την αρχή. Αυτή τη φορά θα μείνω εδώ και θα προλάβω τα πάντα. Με κάθε μέσο. Τίποτα δεν είναι ταμπού. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είμαί ανήσυχο πνεύμα. Ή αδίστακτός.

4. Η τίγρης και το φίδι

Μια μεγαλόσωμη, επιβλητική τίγρης φέρνει βόλτες νευρικά στο ορθογώνιο κλουβί της. Η κίνηση της ήταν η γνωστή που έχουν τα αιλουροειδή. Γρήγορη, επιδέξια, ακριβής σαν τα πέλματα τους να είναι ένα ενιαίο ρευστό σώμα με το δάπεδο που πατάνε. Ένα ρευστό κύμα που οι κραδασμοί του μεταφέρονται με μια απόλυτη αρμονία σε όλο τους το κορμί. Και αυτή η περηφάνια στο βλέμμα τους… Μαζί με κάτι το πονηρό. Αν έβλεπές ένα από το είδος τους για πρώτη φορά στη ζωή σου σε μεγάλη ηλικία, και ταυτόχρονα είχες άγνοια για την βιοποικιλότητα τούτου του πλανήτη, εύκολα θα πίστευες μόνο από την όψη του, ότι αυτό το ον έχει ανεπτυγμένη νοημοσύνη. Δε θα σου έκανε εντύπωση αν άνοιγε το στόμα του και μιλούσε. Την παρατηρούσα από μακριά να περνάει πίσω από τα χοντρά σιδερένια κάγκελα, κι έτσι όπως περνούσε από ένα ένα, και διακοπτόταν για λίγο η εικόνα της, με έκανε διαρκώς να ανατριχιάζω. Μία φορά και για κάθε μπάρα που περνούσε το κεφάλι της. Γιατί την έχανα για λίγο από το οπτικό μου πεδίο και δεν ήμουν σίγουρος για το τι μπορεί να ετοιμάζεται να κάνει ενδιάμεσα, για το ελάχιστο που δεν την βλέπω. Κι ας ήξερα πως μας χώριζαν αυτά τα χοντρά κάγκελα. Γιατί κακά τα ψέματα, για όση ώρα στεκόμουν εκεί, τους όφειλα τη ζωή μου.

Πίσω από την άλλη πλευρά του κλουβιού, απέναντι μου, βρισκόταν ένα σαλόνι αριστοκρατικού σπιτιού. Με τους καναπέδες, το παχύ χαλί, το τζάκι, τα διακοσμητικά από ελεφαντόδοντο. Μια κοπέλα με πολύ γλυκιά φυσιογνωμία, που φορούσε στολή καμαριέρας, καθάριζε τα έπιπλα με ένα φτερό, εντελώς συγκεντρωμένη σε αυτό που έκανε. Δεν υπήρχαν τοίχοι. Το κλουβί και το σαλόνι, στέκονταν μόνα τους σε ένα τεράστιο άδειο οικόπεδο, που δεν έβλεπες στο τέλος του προς όλες τις κατευθύνσεις, γινόταν ένα με τον ορίζοντα. Ξαφνικά παρατήρησα ότι στην απέναντι πλευρά του κλουβιού δύο κάγκελα ήταν λυγισμένα, με αποτέλεσμα να δημιουργούν ένα άνοιγμα. Αισθάνθηκα ένα φτερούγισμα στην καρδιά μου, σαν να μετακινήθηκε λίγο προς τα πάνω, και ξαφνικά να πέφτω απότομα στο κενό, λες και άνοιξε μια καταπακτή κάτω από τα πόδια μου. Η τίγρης με κοίταξε. Συνέχισε τον βηματισμό της, περπατώντας πίσω από μια μπάρα. Μέχρι να προλάβει να την περάσει, πριν ολοκληρώσω την φοβισμένη σκέψη μου ότι θα το κάνει, πήδηξε μέσα από το άνοιγμα. Ήταν λες και δεν το είχε προσέξει, παρά μόνο όταν με είδε να το κοιτάω τρομαγμένος και, βλέποντας που εστιάζει το βλέμμα μου, να το παρατήρησε για πρώτη φορά. Βρέθηκε μέσα στο σαλόνι, ακριβώς πίσω από την κοπέλα. Αυτή δεν είχε καταλάβει τίποτα και συνέχιζε τη δουλειά της. Προσπάθησα να της φωνάξω να τρέξει, μα αισθανόμουν τη φωνή μου να μη βγαίνει, παρά αέρας που γρατζούνιζε τον λαιμό μου, σαν να είχαν κοπεί οι φωνητικές μου χορδές. Με ένα δεύτερο σάλτο έπεσε στην πλάτη της και την έριξε κάτω. Όπως είχε μείνει πάνω της, με δύο γρήγορες κινήσεις του κεφαλιού, της ξέσκισε τα πλευρά ενώ εκείνη ούρλιαζε.

Πετάχτηκα από τον ύπνο μου. Ήμουν ιδρωμένος, λαχανιασμένος, καθιστός πια, με το χέρι στο μέτωπο μου. Το ίδιο όνειρο πόσα και πόσα βράδια, από εκείνο το καλοκαίρι στο εξοχικό και έπειτα… Έτσι ξυπνούσα και εκεί στο κρεβάτι μου. Μου έχει μείνει η εικόνα της πρώτης φοράς που είδα αυτό το όνειρο σε εκείνο το κρεβάτι, που είχε ξωμείνει από μικρότερη ηλικία μου. Εκεί κοιμόμουν μέχρι τα 5 μου χρόνια. Και όταν πια οι γονείς μου αγόρασαν άλλο, αυτό το μετέφεραν στο εξοχικό, που πηγαίναμε σπάνια, για να μη χρειαστεί να πάρουν και δεύτερο για εκεί. Δεν ήταν ότι δεν είχαν τα χρήματα, αλλά τους χαρακτήριζε μια δυσκολία να αποχωριστούν τα υλικά αντικείμενα. Τους θύμιζαν στιγμές με τις οποίες ήταν συνδεδεμένα και δεν ήθελαν να τα πετάξουν. Το κρεβάτι λοιπόν ήταν μικρό και στενό και ήταν ένας από τους λόγους που μισούσα τις διακοπές μας εκεί. Δυσκολευόμουν να κοιμηθώ και τα κάγκελα που είχε με έκαναν να το αισθάνομαι κλειστοφοβικό.

Και οι συγκεκριμένες διακοπές ήταν πραγματικά οι χειρότερες. Οι δουλειές του πατέρα μου δεν πήγαιναν καλά και όλο τσακώνονταν με τη μητέρα μου. Εκείνη συνεχώς του έλεγε ότι δεν έκανε τις σωστές επιλογές. Ότι ποτέ δεν τόλμησε για το κάτι παραπάνω και πάντα συμβιβαζόταν με την ασφάλεια που του παρείχε τα απαραίτητα, με μια διαρκή μετριότητα χωρίς ρίσκα. Αυτός έπινε και την έβριζε που του έχει κάνει τη ζωή κόλαση, και εκείνη του απαντούσε ακόμα χειρότερα. Ήταν στη χειρότερη φάση που τους έχω ζήσει μαζί. Έκτοτε, με τον καιρό, ακόμα και οι τσακωμοί τους ήταν σύντομοι και βαρετοί, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Έλεγε ο καθένας τα δικά του και δεν έδινε καμία σημασία στο τι απάντηση θα πάρει μετά. Σαν να είχαν αποδεχτεί για τον άλλον ότι είναι εντελώς παράλογος και δεν πρόκειται να αλλάξει, οπότε ήταν μάταιο και ψυχοφθόρο να ασχοληθούν μαζί του.

Ταυτόχρονα τα ξαδέρφια μου έλειπαν, είχαν πάει κατασκήνωση, Κι έτσι ήμουν μόνος, να περιμένω να περάσουν οι μέρες, να φύγουμε, να ξεκινήσει ξανά το σχολείο και να ανταμώσω με τους φίλους μου. Μάλιστα, λόγω της φάσης που βρίσκονταν οι γονείς μου, ουσιαστικά ήμασταν όλη τη μέρα στο σπίτι, προφανώς επειδή δεν ήθελαν να κάνουν τίποτα μαζί. Δεν δεχόμασταν και επισκέψεις, καθώς αδυνατούσαν να συνεννοηθούν για να κανονίσουν ακόμα κι αυτό. Ο μόνος που ερχόταν ήταν ο θείος μου, ο αδερφός του πατέρα μου. Ήταν ένας γλοιώδης τύπος, από εκείνους, που επειδή η φύση έτυχε να τους προικίσει με ένα babyfaceκαι πρόσεχαν το σώμα τους, νόμιζαν ότι μπορούσαν να περνιούνται για αρκετά νεότεροι από την ηλικία τους και να συμπεριφέρονται έτσι. Η αλήθεια όμως ήταν ότι το θέαμα φάνταζε εντελώς γελοίο. Ένας κωλόγερος που βάφει το μαλλί, ντύνεται σαν δεκαοχτάχρονος και συμπεριφέρεται όπως νομίζει ότι συμπεριφέρονται οι νέοι. Ήταν θλιβερό, ξεφτιλιζόταν. Κι όμως για κάποιον ανεξήγητο λόγο η μητέρα μου τον συμπαθούσε πολύ. Φαινόταν από τις ματιές που αντάλλαζαν, από το πόση ώρα μιλούσαν κατά τις επισκέψεις του, ιδίως όταν απουσίαζε ο πατέρας μου. Οπότε με έβλεπε, έπαιρνε εκείνο το ηλίθιο χαμόγελο και μου χάιδευε τα κεφάλι με τις χερούκλες του. Κάθε φορά ένιωθα ότι είχε βρώμικα χέρια και μου λάδωνε τα μαλλιά.

Χρόνια μετά έμαθα πως παλιότερα, πιθανότατα κι εκείνη την περίοδο φανταζόμουν με τις συνδέσεις που έκανα στο μυαλό μου, έπαιρνε πρέζα. Όταν το είχα ακούσει ήταν που κατάλαβα πως ένας άνθρωπος μπλέκει με την ηρωίνη. Γιατι πραγματικά έχοντας πάρει πολλές ουσίες, μέχρι τότε μου ήταν ακατανόητο το γιατί να κολλήσει κάποιος με αυτήν. Είχα διαβάσει πολύ, ήξερα ότι το συναίσθημα εκείνη την ώρα ήταν δυνατότερο από χιλιάδες οργασμούς μαζί. Μα μετά ήταν μια κόλαση. Όλο σου το σώμα υποφέρει όλο και περισσότερο μέχρι να έρθει η ώρα της επόμενης δόσης. Και πλέον δεν μπορείς να ζήσεις φυσιολογικά σχεδόν ποτέ. Για οτιδήποτε άλλο. Το μόνο που υπάρχει είναι αυτή. Η σκέψη της πάντα. Και τελικά θα σε σκοτώσει. Γιατί να το κάνεις; Ό,τι έχει να σου προσφέρει είναι το να την περιμένεις να έρθει για τόσο λίγο και μετά μόνο να υποφέρεις. Όμως αυτός με έκανε να καταλάβω. Είχε τέτοια προβλήματα τότε, που δεν άντεχε την ίδια τη ζωή, την καθημερινότητα. Και δεν είχε το περιθώριο να αυτοκτονήσει. Για άλλους που βρίσκονται στη θέση του είναι η δειλία που δεν τους το επιτρέπει. Για εκείνον ήταν οι τύψεις για αυτούς που θα άφηνε πίσω. Και ήταν τέτοια η καθημερινότητα του, που δεν ένιωθε πως είχε τίποτα να χάσει με το να την ανταλλάξει με συνεχόμενες μέρες ιδρώτα, πυρετού, πόνων, αϋπνίας, εμετών, ακράτειας. Να μην είναι σε αυτήν την κατάσταση για να κάνει τι;

Περνούσα απαίσια λοιπόν τότε στο εξοχικό. Αλλά το χειρότερο ήταν εκείνο το βράδυ. Η ώρα ήταν προχωρημένη. Τη συγκεκριμένη νύχτα ο πατέρας μου είχε καθυστερήσει υπερβολικά να έρθει να με καληνυχτίσει. Η μητέρα μου με είχε προειδοποιήσει ότι ήταν ένα από τα βράδια που θα έπρεπε να παραμείνει στη δουλειά μέχρι αργά. Ώσπου να έρθει και από την πόλη με το αυτοκίνητο, θα έπρεπε κανονικά να είχα κοιμηθεί. Μα τις περισσότερες φορές που είχε συμβεί αυτό, τον περίμενα. Γιατί πάντα όταν ερχόταν, ακόμα και νύχτες σαν κι εκείνη αργοπορημένα, πάντα ακολουθούσε την ίδια διαδικασία. Άλλωστε, έτσι έκανε με όλα τα πράγματα μέσα στη μέρα του, ακολουθούσε πιστά μια συγκεκριμένη ρουτίνα. Μου διάβαζε ένα κεφάλαιο από κάποιο παιδικό βιβλίο, εκείνο που θεωρούσε το ωραιότερο και το πιο διδακτικό, απ’ ότι κατάλαβα χρόνια μετά. Με ρωτούσε τι κατάλαβα. Δεν σχολίαζε ποτέ. Μετά με φιλούσε στο μέτωπο και έφευγε. Μου άρεσε πάρα πολύ όλο αυτό. Ποτέ δεν μάθαινα όλη την ιστορία του βιβλίου, έπρεπε να μαντέψω τι είχε γίνει πριν και τι θα γινόταν μετά, και καθώς καταπιανόμουν με αυτές τις σκέψεις, με έπαιρνε γλυκά ο ύπνος. Και ήταν αυτά τα παραμυθένια θέματα που γέμιζαν τα όνειρα μου και τα έκαναν όμορφα. Μέχρι εκείνο το βράδυ.

Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας και όπως πάντα εμφανίστηκε η σκιά του να μπαίνει στο δωμάτιο. Χαμογέλασα. Μα για πρώτη φορά δεν κινήθηκε προς την βιβλιοθήκη, αλλά προς το παιδικό κρεβάτι μου. Όπως πλησίασε, πέρασε μπροστά από το λιγοστό, χλωμό φως ενός κεριού που άφηνε η μισάνοιχτη πόρτα να μπει. Γρήγορα. Επιδέξια. Με ακρίβεια. Μια τίγρης γυρόφερνε το κρεβάτι μου σαν να πλησιάζει κυκλωτικά το θήραμα της. Ξαφνικά πήδηξε πάνω από τα κάγκελα και έπεσε πάνω μου με τα νύχια της να με ξεσκίζουν. Δεν φανταζόμουν ότι υπήρχε τόσο μεγάλος πόνος.

Το πρωί που μπήκε η μητέρα μου στο δωμάτιο και άνοιξε τις κουρτίνες, είδε το αίμα στα σεντόνια. Με ρώτησε τι είχε συμβεί. Όταν της είπα, έχασε την ισορροπία της και κάθισε σε μια καρέκλα παραδίπλα. Αφού είχε μείνει για λίγο να κοιτάει με γουρλωμένα μάτια το πάτωμα, σηκώθηκε και άρχισε να φωνάζει σαν τρελή. Έβριζε τον πατέρα μου που έγιναν έτσι τα πράγματα. Πέρασε πολύ ώρα να λέει τα ίδια και τα ίδια. Ήταν εξοργισμένη. Περίμενα ότι θα στεναχωριόταν που με βρήκε σε αυτή την κατάσταση, ότι θα έβαζε τα κλάματα. Αλλά όχι. Ούτε ένα δάκρυ. Ξανακάθισε στην καρέκλα. Με κοίταξε επίμονα. Το βλέφαρα της είχαν τραβηχτεί τόσο προς τα κάτω και τα χείλη της τόσο προς τα πάνω, που νόμιζα ότι θα ενώνονταν. Άρχισε να με κατηγορεί πως μοιάζω στον πατέρα μου. Ότι είμαι ένας δειλός που δεν μπορεί να προστατέψει τον εαυτό του σαν άντρας. Ούτε καν από αυτά που προκάλεσε ο αξιοθρήνητος πατέρας μου. Πως θα έπρεπε να ντρέπομαι που άφησα να μου συμβεί αυτό. Μου είπε να μην τολμήσω ποτέ να μιλήσω σε κανέναν για την προηγούμενη νύχτα. Δε θα ανεχόταν να ντροπιάσω την οικογένεια μου, που έχει έναν τόσο ανίκανο γιο. Θα με πετούσαν στον δρόμο είπε. Τα μάτια της κόντευαν να πεταχτούν έξω όπως με κοιτούσε. Ιδρώτας έσταζε από παντού πάνω της, κάνοντας το δέρμα της να φαντάζει ότι θα γλιστράει πάρα πολύ σε ένα άγγιγμα. Και όπως μιλούσε ακατάπαυστα και η γλώσσα της έβγαινε συνέχεια προς τα έξω να ανακουφίσει τα χείλη της που ξεραίνονταν από την έντονη ομιλία μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, μου θύμιζε ένα τεράστιο τρομακτικό φίδι που έχει τυλιχτεί γύρω μου, με έχει παγιδέψει και μπορεί ανά πάσα στιγμή με ένα τίναγμα του κεφαλιού του να μου δώσει την χαριστική βολή. Αισθανόμουν αδύναμος, ντροπιασμένος, μόνος, κενός. Άρχισα να κλαίω. Ντροπή. Αηδία για τον εαυτό μου. Δεν έπρεπε κανείς να μάθει ποτέ.

Όταν κατεβήκαμε στο σαλόνι, ήταν εκεί το τελευταίο άτομο που θα ήθελα να δω, ειδικά αυτή την ώρα, ο θείος. Σηκώθηκε λίγο, μου χάιδεψε το κεφάλι με το γνωστό, ηλίθιο του χαμόγελο και ξανακάθισε. Η μητέρα μου έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο. Ήταν από τις λίγες φορές που δεν άλλαξαν κουβέντα. Αυτός ξανακάθισε φαρδύς πλατύς και άπλωσε τα πόδια του στο τραπεζάκι μας. Όπως πάντα, με ένα τσιγάρο στο στόμα και με εκείνο το τιραντέ, κολλητό, animalprint τιγρέ μπλουζάκι, που φορούσε πάντα. Δεν το αποχωριζόταν ποτέ, λες και είχε γίνει ένα με το πετσί του.

5. Η πικρή αλήθεια

Α.

Ήταν ένα από εκείνα τα μεσημέρια που θύμιζαν κάτι αμερικάνικα θρίλερ όπου το κακό γίνεται μέρα μεσημέρι. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία στην πόλη για τα δεδομένα της. Ο ήλιος έκαιγε ψηλά, τόσο που ένιωθες ότι έκανε το χώμα να βγάζει καπνούς και αυτό να έχει ως αποτέλεσμα το όλο τοπίο να φαίνεται θολό, ιδίως όταν προσπαθούσες να δεις πράγματα που βρισκονταν σε απόσταση. Ήταν καλοκαίρι, με το ραμαζάνι να βρίσκεται πια σε προχωρημένο στάδιο και τον κόσμο να έχει κουραστεί από την επίπονη νηστεία. Πολλοί ήταν εκείνοί που δεν άντεχαν αυτές τις μέρες να πάνε για δουλεία και έμεναν σπίτι. Έτσι και πολλά μαγαζιά ήταν κλειστά και ο κόσμος που κυκλοφορούσε ήταν εμφανώς λιγότερος. Απέφευγαν δε τις πολλές μετακινήσεις λόγω της θερμοκρασίας και της αφυδάτωσης. Δεν άκουγες καν τη συνήθη φασαρία και τις μυρωδιές από τις κουζίνες των σπιτιών, καθώς περνούσες περαστικός στον δρόμο.

Ήταν μια πόλη νεκρή. Ή μια πόλη νεκρών σαν αυτήν που βλέπεις όταν προσπαθείς δεις κατάματα, σε βάθος την Πικρή Αλήθεια. Το σκηνικό μύριζε θάνατο. Κάτι κακό θα συνέβαινε, δεν μπορούσες να είσαι ανυποψίαστος, σήμερα το βλέπω καθαρά. Και ήταν τέτοια η αγωνία μου εκείνη τη μέρα που έκανε τα πράγματα χειρότερα. Πρέπει να είχα χλωμιάσει από τρόμο καθώς πλησίαζα στον προορισμό μου, οι λίγοι άγνωστοι που συνάντησα στον δρόμο με κοιτούσαν περίεργα, σαν να έβλεπαν φάντασμα. Είχα ακούσει πολλές ιστορίες για εκείνη την γυναίκα. Όλη η επαρχία την γνώριζε. Μιλούσαν για αυτήν με δεός, με σεβασμό. Ήταν τόσο περίεργο. Στις περισσότερες ιστορίες είχε προκαλέσει μεγάλο κακό σε κάποιον κι όμως κανείς δεν είχε βρεθεί, ανάμεσα στους τόσους που γνώρισα, να μιλήσει με άσχημα λόγια για αυτήν. Λες και από τη στιγμή που της ζητουσαν άλλοι να κάνει το ο,τιδήποτε, εκείνη ήταν άμοιρη ευθυνών. Την παρουσίαζαν σαν να απέδιδε δικαιοσύνη. Σαν να φρόντιζε να τηρούνται οι ισορροπίες σε έναν κόσμο εξαιρετικά άδικο και σκληρό. Μα πάντα αναρωτιόμουν πως γίνεται να θεωρείται δίκαιο εκείνο που σκαρφίζεται ο καθένας που μπορέι να αισθάνεται αδικημένος. Και πως σίγουρα θα την πλησιάζουν άνθρωποι που θα ζητούν πραγματα καθαρά για το όφελος τους. Η απάντηση κρυβόταν σε μια πεποίθηση που υπήρχε σε πολύ κόσμο με τον οποίον είχα συζητήσει για αυτήν. Πίστευαν πως, όχι και τόσο σπάνια, αν κάτι της ζητείτο που δεν το θεωρούσε σωστο, αρνείτο να το κάνει. Δεν ήταν ένας ισχυρός αμοραλιστής μισθοφόρος για τους περισσότερους. Πίστευαν ότι είχε ένα ιδιαίτερο σύστημα αξιών, πολύ συγκεκριμένο, που το ακολουθούσε πιστά. Και διατηρούσε τις ισορροπίες. Γιατί, κακά τα ψέματα, στον τόπο που βρισκόμουν το να κάνει κάποιος το οποιοδήποτε κακό και να μην έχει καμιά συνέπεια γι’ αυτό, ήταν φαινόμενο διόλου σπάνιο. Εξαρτιόταν καθαρά από το πόσο δυνατός ήταν ο θύτης. Ναι λοιπόν αυτή γριά ήταν για τον κόσμο εδώ, ό,τι είναι στην Αμερική όλοι οι υπερήρωες που πλασάρει η δυτική κουλτούρα. Το ίδιο φασιστικό σκεπτικό. Ένας υπεράνθρωπος αποφασίζει τι είναι το σωστό και το επιβάλει. Πάντα σε αυτές τις ιστορίες οι κοινοί θνητοί παρουσιάζονται σαν μάζες, απλή στατιστική, αδύναμοι, δεν μπορούν να επηρεάσουν ούτε στο ελάχιστο τη μοίρα αυτού του κόσμου. Πόσο συναρπαστικές έβρισκα πάντα αυτές τις ιστορίες! Και εδώ τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα. Η γριά όντως υπήρχε, δεν ήταν ένα παραμύθι για μικρά παιδιά. Όμως αυτός μου ο ενθουσιασμός πνιγόταν από τον τρόμο για αυτή τη γυναίκα. Στην αρχή είχα θεωρήσει ότι όλα αυτά είναι δεισιδαιμονίες και ότι πρόκειται για την κλασσική περίπτωση τσαρλατάνου που εκμεταλλεύεται τον αμόρφωτο κόσμο. Όμως άκουγες τόσο πολλές και διαφορετικές ιστορίες χωρίς ψήγμα αμφισβήτησης για τις δυνάμεις της. Αν δεν ήταν κάποιο είδος ομαδικής παράκρουσης, πρέπει όλα αυτά να είχαν κάποιο ποσοστό αλήθειας. Και αυτό ήταν που με οδηγούσε σε εκείνη, το συγκεκριμένο μεσημέρι που η γη είχε γίνει καμίνι και είχε επικρατήσει νεκρική σιγή. Ένιωθα σαν όλος ο κόσμος τριγύρω, με το ραμαζάνι και την κατάσταση που είχε φέρει, να ταιριάζει απόλυτα με την φάση στην οποία βρισκόμουν. Σαν όλοι να ένιωθαν τι ήμουν έτοιμος να κάνω. Να κρατούσαν την ανάσα τους την ώρα που πάω να κάνω κάτι έντονα ανεπανόρθωτο, με απρόβλέπτες συνέπειες και παρακολουθούσαν με αγωνία και κομμένη την ανάσα. Αισθανόμουν, καθώς περπατούσα στους άδειους δρόμους, ότι οι δρόμοι αυτοί μου άνηκαν, ότι η πόλη αυτή μου άνηκε, όλη η προσοχή ήταν πάνω μου. Είναι τεράστιες οι πλάνες που βιώνεις υπό την επίδραση παραισθησιογόνων… Αλλά σε κάνουν και πολύ καχύποπτο, φοβισμένο.

Ήταν γνωστό ότι επικαλούταν συχνά σκοτεινές δυνάμεις για να επιτύχει τους σκοπούς της. «Είναι υπεράνω καλού και κακού» έλεγε ο κόσμος. «Είναι ένα με τη γη, το νερό και τον αέρα. Είναι η φύση. Τηρεί τις ισορροπίες. Χρησιμοποιεί όλες τις δυνάμεις ανεξάρτητα με το ποιες είναι αυτές. Υπάρχει μέσα σε όλα. Όπως όλα ξεχωριστά στη φύση είναι απαραίτητα για την ύπαρξη των υπολοίπων και όταν χαθεί ένας κρίκος της αλυσίδας, διαταράσσεται ολόκληρη. Δεν είναι καλή ή κακή, είναι κάτι σημαντικότερο απ’ αυτά.»

Για εμένα όμως, τον μεγαλωμένο με την χριστιανική ηθική, το να συναλλάσεται κάποιος με τις σκοτεινές δυνάμεις, να κάνει μαύρη μαγεία, είναι κάτι που με τρομάζει. Ακόμα και που δεν είμαι θρησκευόμενος σαν ενήλικος, τη λογική με την οποία μεγάλωσα δεν μπορούσα να την υπερβώ. Κάποια πράγματα που στα περνάνε ως αυτονόητα από παιδί, μέσα από τη συνεχή επανάληψη τους με εντελώς φυσικό τρόπο, είναι σχεδόν αδύνατον να τα αποβάλλεις. Σου φαίνονται καθολικές αλήθειες. Ήταν όμως τόσο σοβαροί οι λόγοι που με οδηγούσαν σε εκείνη μου την απόφαση τότε, που ξεπέρασα όλες μου τις προκαταλήψεις, αλλά και τον τεράστιο μου φόβο. Ήταν ότι ένιωθα πως απειλούμαι.

Σκεφτόμουν όλα αυτά και είχα την αίσθηση ότι περπατούσα για ώρες, μέχρι που σταματήσαμε απότομα μπροστά από μια καλύβα. Πραγματικά περπατώντας σε ολόκληρη συτή την πόλη σου δινόταν η εντύπωση ότι είχες ταξιδέψει χρόνια πίσω. Και στη συγκεκριμένη γειτονιά τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Αλλά αυτό που έβλεπα ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Αυτό το οίκημα θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται απομονωμένο στα βάθη της ζούγκλας. Με τέτοια μέσα και σε τέτοιες συνθήκες μοιάζει να φτιάχτηκε. Ήταν εντελώς πρωτόγονο. «Ένας επιτυχημένος τσαρλατάνος δε θα ζούσε σε κάτι τέτοιο» σκέφτηκα. «Εκτός αν είναι αρκετά έξυπνος και θέλει να πουλήσει παραμύθι στους πελάτες του» γρήγορα διόρθωσα τον εαυτό μου. Επανήλθα στην πραγματικότητα από τον οδηγό μου, που είχε σταθεί και με κοίτουσε επίμονα περιμένοντας διακριτικά την αμοιβή του. Έβγαλα αρκετά χαρτονομίσματα από την τσέπη μου, από εκείνα με τα πολλά μηδενικά που μια δεσμίδα ήτανε ίσα σε αξία με πέντε δολάρια. Του τα έδωσα στο χέρι χωρίς να τα μετρήσω και μπήκα βιαστικά μέσα.

Ένας διαφορετικός κόσμος υπήρχε εκεί. Ήταν πολύ σκοτεινά, γεγονός που δεν μπορούσα να εξηγήσω πως επιτυγχανόταν μόνο και μόνο από τη σκεπή που αποτελείτο από κλαδιά. Και είχε μια απότομη δροσιά με το που περνούσες το κατώφλί της πόρτας. Μου πήρε λίγη ώρα να συνηθίσουν τα μάτια μου στο σκοτάδι. Στους τοίχους δεξιά και αριστερά υπήρχαν κάθε λογής ματζούνια, τα περισσότερα με έντονα και φανταχτερά χρώματα. Κάποια άφριζαν, κάποια κάπνιζαν. Μπροστά ένας πάγκος, πίσω από τον οποίον στεκόταν μια νεαρή κοπέλα με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από ένα βιβλίο. Φορούσε ένα λευκό, ρηχτό, μακρύ φόρεμα και τα μαύρα της μαλλιά ήταν πλεμένα σε κάτι περίτεχνες κοτσίδες που πραγματικά πρέπει να είχαν χρειαστεί ώρες για να δεθεί η κάθε μία. Δεν μου είχε δώσει καμία σημασία μέχρι τη στιγμή που επικέντρωσα το βλέμμα μου πάνω της και ήμουν έτοιμος να της μιλήσω. Άνοιξα το στόμα μου και πριν προλάβει να βγει η φωνή μου, καθώς ήμουν αρκετά διστακτικός, στράφηκε απότομα προς τα εμένα και μου είπε να την ακολουθήσω με έναν τόνο εντελώς άχρωμο και αυστηρό, σχεδόν μη ανθρώπινο. Άνοιξε μια πόρτα πίσω της, την οποία μέχρι εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα να την διακρίνω. Καθώς πέρασα από την άλλη πλευρά του πάγκου για να πάω κι εγώ, κοίταξα όσο πιο διακριτικά μπορουσα το βιβλίο στο οποίο ήταν προσυλωμένη πριν. Από τα λίγα που μπόρεσα να ξεχωρίσω πρέπει να ήταν κάποια αρχαία διάλεκτος. Οι λέξεις που πρόσεξα ήταν ασύνδετες, δεν έβγαζαν νόημα. Εκείνο όμως που μου εντυπώθηκε πλήρως ήταν μια μεγάλη εικόνα με ένα κεφάλι τράγου κομμένο, να στάζει αίματα από κάτω. Ωστόσο να χαμογελάει σαρκαστικά με ένα ύφος ανθρώπινο, σαν να έχει καταληφθεί από κάποιο πνεύμα. Και όλο αυτό μέσα σε μια πεντάλφα. Καθώς περνούσα και την δεύτερη πόρτα ήξερα ότι περνούσα και το σημείο από το οποίο και έπειτα δεν υπήρχε επιστροφή. Ζαλίστηκα απότομα, μαύρισε για λίγο το οπτικό μου πεδίο. Ένα σύγκρυο και κρύος ιδρώτας. Πράγματι δεν υπήρχε επιστροφή από εκεί και πέρα.

Περάσαμε στον δεύτερο χώρο της καλύβας, που ήταν και ο μεγαλύτερος από τους δύο. Σεντούκια και πολλά μικρά κουτιά υπήρχαν γύρω γύρω. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και έβαλα το χέρι μου στην μύτη μου. Μύριζε πτώμα. Πτώματα. Που πρέπει να είχαν μείνει καιρό. Στη μέση υπήρχε ένας σωρός από ξύλα που άχνιζε λίγο από μια σβησμένη φωτιά. Από πάνω, κρεμόταν από ένα σύρμα, που στηριζόταν σε δύο ξύλα, ένα τσουκάλι. Περπατούσα και παρατηρούσα έκπληκτος το όλο σκηνικό, όταν η γυναίκα σταμάτησε απότομα, τόσο που παραλίγο να πέσω επάνω της, όπως την ακολουθούσα. Γύρισε προς τα εμένα και μου έγνεψε να περιμένω. Αμέσως συνέχισε το νευρικό βήμα της προς μια γωνιά που παρατήρησα ένα παραβάν που είχε ζωγραφισμένη πάνω μια τεράστια σαύρα της φωτιάς. Χώθηκε πίσω από το παραβάν. Έριξα μια βιαστική ματιά τριγύρω. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι σύμβολα και αναπαραστάσεις. Αναπαραστάσεις γεννήσεων, φόνων και άλλες ακατανόητες. Καθώς γύρισα το βλέμμα μου μπροστά, από την άλλη πλευρά του παραβάν ξεπρόβαλλε μια διαφορετική φιγούρα. Δεν φαινόταν καλά στο σκοτάδι. Ήταν κοντή και σκυφτή. Προχώρησε παράλληλα προς τα εμένα προς το κέντρο του δωματίου. Καθώς περπατούσε αργά, αν και εξαιρετικά ταραγμένος, μια σκέψη που με τρόμαζε ακόμα περισσότερο με έκανε να κοιτάξω για μια στιγμή ξανά προς το παραβάν. Δεν φαινόταν κανείς πίσω του, η κοπέλα που με είχε συνοδεύσει είχε εξαφανιστεί. Και μέχρι να ξανακοιτάξω προς την άλλη παρουσία, αυτή είχε ήδη κάτσει μπροστά στα ξύλα, ενώ με τον ρυθμό που κινούταν πριν, θα ήταν αδύνατο να συμβει κάτι τέτοιο μέσα σε ένα δευτερόλεπτο που δεν την παρακολουθούσα. Χτύπησε δυο πέτρες και αμέσως η φωτιά άναψε. Τότε είδα την μορφή της. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ τόσο ζαρωμένο δέρμα. Η μύτη της ήταν τεράστια και γυριστή. Τα φρύδια της ενωμένα και τα μάτια της σαν δύο κουμπότρυπες. Τα άσπρα μαλλιά της ήταν τζίβες, τόσες πολλές σαν της κοπέλας που με είχε συνοδέψει, αλλά φτιαγμένες φυσικά, μάλλον από την απλυσιά και τη λίγδα. Έριξε μια σκόνη μέσα στη φωτιά, βγήκε λίγος καπνός και άλλαξε χρώμα. Είχα μπροστά μου μια μπλε φλόγα. Είχα μείνει στήλη άλατος, ήμουν τόσο σαστισμένος, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίδραση. Μου έκανε με το χέρι νόημα να πλησιάσω. Δυσκολεύτηκα πολύ να κάνω εκείνο το πρώτο βήμα, σκόνταψα και παραλίγο να σωριαστώ κάτω.

Κάθισα ακριβώς απέναντι της. Κοιτούσα κάτω. Δεν τολμούσα τίποτα άλλο. Η φωνή της δεν ταίριαζε με το παρουσιαστικό και την ηλικία της. «Τι σε φέρνει εδώ λευκέ άνθρωπε; Σήμερα άλλαξες ήδη τη ζωή σου. Αν το έκανες μόνο για να πειραματιστείς ή από περιέργεια, είναι πολύ αργά για να το μετανιώσεις πια». Και στην πρόταση που ακολούθησε η φωνή της άλλαξε ξαφνικά, είχε μια απίστευτη ένταση και αισθάνθηκα ένα ρεύμα δυνατού αέρα που με έκανε, όπως καθόμουν οκλαδόν, να γύρω προς τα πίσω: «Φανέρωσε τις προθέσεις σου λευκέ άνθρωπε!»

Εϊχα ένα κόμπο στον λαιμό ακατανίκητο, αλλά ένιωθα πως αν δεν απαντούσα δε θα την έβγαζα καθαρή. Με όση δύναμη μου είχε απομείνει, από την ανάγκη μου για αυτοσυντήρηση, ξεκίνησα να μιλάω κοφτά. Η φωνή μου ακουγόταν λεπτή σαν κάτι να με έπνιγε. «Κάνω εξόρυξη πολύτιμων λίθων. Αυτό που έχουμε ξεκινήσει στο Κονγκό είναι μακράν η μεγαλύτερη δουλειά μου μέχρι τώρα. Έχουμε πληροφορίες για κάποια πολύ ξεχωριστά κομμάτια. Επειδή απαιτούσε κεφάλαιο και διασυνδέσεις, ξεκινήσα με έναν Γερμανό για συνέταιρο, που γνώρισα εκεί. Του μίλησα για την τοποθεσία, τις προοπτικές και πείστηκε γρήγορα να μπει στη δουλειά. Είχε τις γνωριμίες να σπρώξει την κατάσταση. Σήμερα, και ενώ φαίνεται ότι όλα πάνε πολύ καλά οικονομικα, μου έχει δημιουργηθει η εντύπωση ότι θα προσπαθήσει να με πετάξει έξω. Επίσημα έγγραφα και τίτλοι ιδιοκτησίας δεν υπάρχουν. Αν το κάνει θα μείνω απένταρος, έχω επενδύσει τα πάντα εκεί.» Έκανα μία παύση. Δεν είπε τίποτα, σαν να ήταν σίγουρη πως υπήρχε συνέχεια. «Και κάτι ακόμα. Είμαι ερωτευμένος με την κόρη του και, απ’ ότι φαίνεται, και αυτή μαζί μου. Ο γέρος δείχνει ότι δεν μπορεί να ανεχτεί τη σχέση μας και θέλει να με βγάλει από τη μέση.» «Οπότε θες να προλάβεις να τον βγάλεις εσύ» απάντησε. Έμεινα σιωπηλός. Δεν ήξερα τι να πω. Όντως αυτό ήθελα. Και δεν είχα τα κότσια να το κάνω μόνος μου. Όχι τουλάχιστον χωρίς να είμαι σίγουρος ότι δε θα κατηγορηθώ. Εδώ δεν μιλούσαμε για κάποιον ντόπιο που δεν θα τον αναζητούσε κανείς ή που αν τον έψαχνε κάποιος με λίγα χρήματα θα το ξεχνούσε είτε αυτός είτε οι αρχές. Έβγαλε κάτι φύλλα κάτω από τα ρούχα της και τα πέταξε μέσα στο τσουκάλι. Το καπάκι του ήδη τρεπόπαιζε καθώς το υγρό μέσα έβραζε. Αμέσως ξεκίνησε να βγαίνει ένας καπνός από το εσωτερικό του. Μου δινόταν η εντύπωση ότι όλος κατέληγε μέσα στα τεράστια ρουθούνια της γριάς. Άρχισε να απαγγέλει ρυθμικά κάτι ακαταλαβίστικες λέξεις. Σταμάτησε απότομα. «Η απληστία σε έχει φέρει εδώ λευκέ άνθρωπε. Κοινό γνώρισμα της φυλής σας.» Τότε έβγαλε και δύο ασκούς, φαινόταν ότι ήταν φτιαγμένοι από εντόσθια ζώων. Άρχισε να τους κουνάει. Έκαναν έναν περίεργο κροτάλισμα. Σαν να είχαν χάντρες μέσα. Συνέχισε να μιλάει χωρίς να σταματήσει αυτόν τον ήχο. «Αλλά βλέπω και λαγνεία. Και αγάπη. Κτητική. Αρρωστημένη. Αγάπη.» Ο καπνός είχε γίνει πια πάρα πολύς και κυριαρχούσε σε όλο το δωμάτιο. Η ατμόσφαιρα ήταν ολοένα και πιο αποπνικτική και άρχισα να ζαλίζομαι φοβερά. Έπιασα για λίγο το κεφάλι μου και όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου όλα γυρνούσαν. Το κροτάλισμα γινόταν όλο και πιο δυνατό σαν κάποιος να ανέβαζε σταδιακά την ένταση. Έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα. Αισθανόμουν ότι θα λιποθυμήσω. Άρχισε πάλι να μιλάει ακαταλαβίστικά, ψιθυριστά, άλλα, με έναν μυστήριο τρόπο, ακουγόταν πεντακάθαρα παρά την φασαρία. Όπως με πολλή προσπάθεια κοίταξα μπροστα μου, τα μάτια της είχαν γίνει κόκκινα και έλαμπαν. Έβγαλε μια άλλη σκόνη και την πέταξε απότομα στη φωτιά. Κοκκίνησε και αυτή, ενώ σπίθες άρχισαν να φεύγουν προς κάθε κατεύθυνση μέσα στο δωμάτιο. Το κροτάλισμα και η ψαλμωδία της ακούγονταν όλο και πιο δυνατά. Η φωτιά ηρέμησε σε λίγο και άρχισε να βγάζει έναν κόκκινο αυτή τη φορά καπνό που έκανε διάφορά σχέδια. Ξαφνικά εμφανίστηκε μια τεράστια νεκροκεφαλή ανάμεσα στα σχέδια. «Θα ταξιδέψετε νοτιοδυτικά από εκεί που έχετε κατασκηνώσει για 7 μέρες και 7 νύχτες. Θα βρεθείτε σε έναν κρανίου τόπο, που όμοιο του δε θα έχετε ξαναδεί ποτέ. Ψάχνοντας καλά θα βρείτε τις παρατημένες σπηλιές γεμάτες χαλάσματα.» Ο ήχος ήταν δυνατότερος από ποτέ και με πονούσαν τα τύμπανα μου. Ο καπνός τώρα σχημάτιζε εικόνες θανάτου. Φονικά κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα. Γύρω μας είχε σηκωθεί ένας αέρας και στροβίλιζε. Σαν να ήμασταν στο κέντρο ενός ανεμοστρόβιλλου. Μέσα στον μικρό κύκλο που βρισκόμασταν υπήρχε απόλυτη νηνεμία. Ήταν σαν να μας απομόνωνε απ’ ο,τιδηποτε εξωτερικό. «Εσύ μην μπεις αν δε σε καλέσουν. Το κόκκινο σημαίνει κίνδυνος. Μην το ξεχάσεις αυτό ποτέ λευκέ άνθρωπε, όσα χρόνια και αν περάσουν. Αλλά να ξέρεις, θα πάρεις ακριβώς αυτό που ζητάς. Τώρα δεν μπορείς να κάνεις πίσω. Θα ζήσεις με την πικρή αλήθεια να το ξέρεις. Είναι γραμμένο στο ριζικό σου. Την ζήτησες τόσο, βρέθηκες εδώ και δεν υπολόγισες τίποτα για να την κάνεις δική σου. Σου ανήκει. Έφερες λοιπόν κάτι από το σώμα αυτού του προσώπου;» Ετούτη η τελευταία ερώτηση βγήκε με ένα τεράστιο ουρλιαχτό. Με όση δύναμη μου είχε απομείνει, φανέρωσα τις τρίχες που είχα μαζέψει από το μαξιλάρι και άπλωσα το χέρι μου προς εκείνη. Τις άρπαξε βίαια. Καθισε γονατιστή και ξαφνικά εμφανίστηκε στα χέρια της μια πάνινη κούκλα και ένα μαχαίρι. Το κροτάλισμα κάθε άλλο παρά είχε σταματήσει, γινόταν πιο άγριο. Άρχισε να μαχαιρώνει με απότομες κινήσεις ξανά και ξανά την κούκλα στον λαιμό. Ξανά. Γελώντας. Ξανά. Ξανά. Άρχισα να ουρλιάζω. Όλα μαύρισαν.

Άνοιξα τα μάτια μου και κούνησα το κεφάλι μου. Ήμουν στο πρώτο δωμάτιο, πίσω από τον πάγκο, πεσμένος κάτω, με την πόρτα που οδηγούσε στα ιδιαίτερα της μάγισσας κλειστή. Από πάνω μου ήταν η κοπέλα με τις κοτσίδες. Αμίλητη να με κοιτάει. Έγιναν όλα αυτά: Είχα λιποθυμήσει και τα φαντάστηκα; Σηκώθηκα γρήγορα. Άρχισα να τρέχω προς την έξοδο. Περνώντας ξανά από εκείνο το βιβλίο κοίταξα μέσα. Η σελίδα που ήταν ανοιχτό φαινόταν να είναι η ίδια. Οι ίδιες ακατανόητες λέξεις ακριβώς. Η εικόνα όμως… Δεν υπήρχε ούτε τράγος, ούτε πεντάλφα. Μόνο ένα φίδι.

Γύρισα πίσω. Τους είπα ότι είχα πληροφορίες για το μέρος που ψάχναμε. Μετά από 7 μέρες και 7 νύχτες βρεθήκαμε σε μια κοιλάδα που επικρατούσε απόλυτη ξεραϊλα. Ξάφνου είδα τη γριά μάγισσα πάνω σε ένα ύψωμα να με καρφώνει με το βλέμμα της. Πάγωσα. Χωρίς να μιλήσει, εντελώς ανέκφραστη, σήκωσε το χέρι της και έδειξε προς μια κατεύθυνση. Δεν την έβλεπε κανένας άλλος. Έστειλα λίγους άντρες να ψάξουν κατά εκεί. Πίσω από κάτι κόκκινους βράχους βρήκαν μια σπηλιά που κατέβαινε απότομα. Ο Γερμαναράς αμέσως είπε στους εργάτες να κάνουν πίσω, να κατέβει μόνος του να δει. Μου έριξε μια ματιά, ξέροντας ότι δεν τον εμπιστεύομαι και σκεπτόμενος ότι θα θέλω σίγουρα να τον ακολουθήσω. Δεν είπα κουβέντα. Χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκε μέσα και χάθηκε στο σκοτάδι. Δεν είχαν περάσει δυο με τρία λεπτά μέχρι που ακούσαμε ένα δυνατό θόρυβο. Ακούστηκε να φωνάζει βοήθεια και μετά ένας γδούπος. Τρέξαμε μέσα. Τον βρήκαμε δίπλα σε μια κατολίσθηση με τον λαιμό του γυρισμένο και σπασμένο. Η Έλενα τον αγκάλιασε κλαίγοντας με λυγμούς. Λίγα μέτρα μακριά παρατήρησα κάτι να γυαλίζει. Ενώ όλοι ήταν πάνω από το πτώμα του Γερμαναρά, πήγα προς τα εκεί. Μέσα από τις πέτρες είχε ξεπροβάλει ένα σκελετωμένο χέρι που κρατούσε ένα πετράδι. Ήταν ένα τεράστιο μωβ πετράδι που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί ποτε. Είχα μείνει έκθαμβος να το κοιτάω. «Η Πικρή Αλήθεια» σκέφτηκα με θαυμασμό.

Πέρασε μεγάλο διάστημα μέχρι που έμαθα τι είχε συμβεί. Εκείνο το σκελετωμένο χέρι δεν άνηκε σε κάποιον που ανακάλυψε το πετράδι εκεί. Άνηκε σε κάποιον που του είχαν πει οι σαμάνοι, ότι ο μόνος τρόπος για να το ξεφορτωθεί θα ήταν να το επιστρέψει στο σπίτι του. Στη θέση ακριβώς που άνηκε. Χρόνια πέρασε μέσα στις σπηλιές και τα περάσματα προσπαθώντας να ανακαλύψει το ακριβές σημείο. Μάταια. Λίγοι μπορούν να αντέξουν την Πικρή Αλήθεια…

Αυτό το τελευταίο όμως είναι που το κατάλαβα καιρό μετά. Τα χρόνια πέρασαν και πολλά άλλαξαν ανάμεσα σε μένα και την Έλενα. Τα λουλούδια διαδέχονταν το ένα το άλλο, αλλά δε θα μπορούσε κάθε βράδυ να υπάρχει και ένα καινούριο, που δεν είχε επαναληφθεί. Οι διαφορές που είχαμε μεγεθύνονταν με τα χρόνια, και καθώς μαζεύονταν αθροιστικά τα αποτελέσματα τους, υπήρχαν πια απωθημένα, επιθετικότητα. Κι αυτό δημιουργούσε απόσταση. Οι εντάσεις γίνονταν όλο και πιο συχνές. Μετά περάσαμε σε άλλη φάση. Όλα αυτά έφεραν τελικά πλήρη έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ μας. Οι συγκρούσεις μειώθηκαν αλλά πια περνούσαμε πολύ λίγες ώρες την ημέρα μαζί. Ήταν νύχτες που σκεφτόμουν το πως ήμασταν πριν κάποια χρόνια και το πως είχαμε γίνει. Δεν υπήρχε καμία σχέση. Ένας εξωτερικός παρατηρητής εύκολα μπορούσε να διακρίνει ότι απουσίαζαν πια εκείνα τα συναισθήματα που μας έφεραν μαζί παρά τις αντίξοες συνθήκες. Ότι δεν υπήρχε έρωτας, δεν υπήρχε αγάπη. Ότι τον τελευταίο καιρό δεν υπήρχε καν ένας αμοιβαίος σεβασμός και εκτίμηση, παρά μια μόνιμη κριτική και από τις δύο πλευρές. Η αλήθεια κατά βάθος είναι, πως δεν ήταν ότι τα συναισθήματα είχαν εξαφανιστεί. Αλλά καιρό τώρα είχαν τεθεί σε δεύτερη μοίρα από δύο μεγάλους και αρκετά πληγωμένους εγωισμούς. Δεν ήταν μόνο η συνήθεια που μας κρατούσε μαζί. Κάτω από την επιφάνεια, ήταν πολλά εκείνα που μας ένωναν. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, εκείνα που μας χώριζαν ήταν πολύ περισσότερα. Είχαμε απομακρυνθεί και, όπως δε μου έδινε σημασία ακόμα και τις ώρες που ήμασταν μαζί, πολλές φορές είχα βάλει με το μυαλό μου ότι με απατούσε. Ήταν βράδια που τα περνούσα τρελαμένος μέσα στην μαστούρα μου να την σκέφτομαι με κάποιον άλλον άντρα. Πιο νέο, πιο ωραίο, πιο μυώδη, νέγρο. Να την αγγίζει παντού με ορθάνοιχτες τις μαύρες παλάμες του. Να έχει πέσει πάνω στο κατάλευκο της σώμα, να έχει μπει μέσα της και να της κάνει έρωτα βίαια. Και εκείνη να δείχνει να αισθάνεται ηδονή με τα βογγητά της και τους μορφασμούς της, τέτοια που να μην έχει νιώσει ποτέ μαζί μου. Με θυμάμαι να σπάω πράγματα μόνος μου στο σπίτι. Αισθανόμουν προδομένος απ’ αυτήν, βασιζόμενος μόνο και μόνο στις σκέψεις που έκανα πάνω στην φρίκη μου.

Εκείνο το βράδυ μπήκε στο σπίτι χωρίς να μου μιλήσει. Ήταν συνηθισμένο όταν τσακωνόμασταν να πέρνούσαν μέρες ολόκληρες χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα. Καθόμουν στα μαξιλάρια και κάπνιζα ναργιλέ, όπως έκανα κάθε βράδυ μέχρι τα ξημερώματα. Πήγε για λίγο στο υπνοδωμάτιο, έβαλε τα πρόχειρα της ρούχα και ήρθε να κάτσει δίπλα μου. Δίχως μια λέξη, της έδωσα να κάνει και αυτή. Σηκώθηκα και άρχισα να φέρνω βόλτες μέσα στο δωμάτιο πάνω κάτω. Νευρικά και γρήγορα. Όπως μια τίγρης στο κλουβί. Είχα απίστευτα νεύρα μαζί της. Δε μου έδωσε καμία σημασία. Ήθελα να της κατεβάσω ένα σωρό πράγματα αλλά δεν ήθελα να ξεκινήσω εγώ συζήτηση. Το θεωρούσα ένδειξη αδυναμίας, συνθηκολόγησης. Ήταν βέβαιο ότι το ίδιο ίσχυε και για εκείνη. Φορούσε ένα βαριεστημένο βλέμμα ανωτερότητας, ηρεμίας, αδιαφορίας. Μου γύρισε το μυαλό. Δεν έπρεπε όμως να υποπέσω. «Εϊναι η ώρα για ένα κόκκινο χάπι» σκέφτηκα. «Να ξεφύγω λίγο, να τα δω αλλιώς». Πήγα στην κουζίνα και το κατάπια βιαστικά. Όταν επέστρεψα στο σαλόνι με ένα μπουκάλι ρούμι, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Άρχισα να το κατεβάζω χωρίς να χρησιμοποιήσω ποτήρι. Άκουγα και ένιωθα τον χτύπο της καρδιάς μου μέσα στο κεφάλι μου εκκωφαντικά. Έπινα γρήγορα. Με κλειστά τα μάτια έκανα μόνο αυτό- άκουσα την καρδιά μου.

Ξύπνησα μέ έναν τρομερό πονοκέφαλο. Άνοιξα τα μάτια μου και το φως με τύφλωσε, η ώρα πρέπει να ήταν προχωρημένη. Ήμουν ακόμα στα μαξιλάρια. Η Έλενα ήταν ξαπλωμένη δίπλα μου. Πρέπει να είχαμε αποκοιμηθεί στο σαλόνι. Την είδα προφίλ να έχει ανοιχτά τα μάτια της και ένα απλανές βλέμμα. Έκανα να σηκωθω με κόπο, ζαλιζόμουν τρομερά. Όταν στάθηκα στα πόδια μου, έκανα να ρίξω μια κλεφτή ματια προς το μέρος της, χωρίς να το αντιληφθεί και φανεί πως ενδιαφέρομαι, να δω σε τι φάση βρίσκεται. Ήταν ακίνητη και ανέκφραστη, κρύα, χλωμή με κάτι τεράστιες μελανιές στον λαιμό της.

Β.
Όλα γύρω μου σιγά σιγά άρχισαν να λιώνουν
να σαπίζουν και να χύνονται στη γη σαν μια άμορφη μάζα
Εκείνη καθόταν δίπλα μου αδιάφορη χαμένη και κάπνιζε
Ξαφνικά άρχισαν κάτι εξογκώματα να βγαίνουν από το κεφάλι της
Το κρανίο της άνοιξε στα δύο και από μέσα έβγαινε ένα νέο δέρμα με λέπια
Το παλιό της σώμα έμεινε χυμένο στον πάτωμα σαν να ήταν μια λαστιχένια στολή
Είχε εμφανιστεί ένα τεράστιο φίδι
Ο ναργιλές είχε μεταμορφωθεί στην κατάληξη της ουράς του
Η γλώσσα του έβγαινε συνεχώς προς τα έξω μέσα από το διαβολικό του χαμόγελο
Άρχισε να έρπεται προς το μέρος μου
Ανέβηκε πάνω μου και ήταν πολύ διαφορετικό
από τα άλλα του συναφιού του που με είχαν ακουμπήσει
Αυτό δεν έδειχνε να παίζει μαζί μου
Είχε πια κουλουριαστεί γύρω από το κορμί μου, καλύπτοντας το όλο και με έσφιγγε δυνατά
Με έπνιγε
Μην ξεχνάς- διαφορετικό λουλούδι κάθε μέρα
Μου ψιθύρισε
Μην ξεχνάς
Δεν ήθελε να παίξει
Ήθελε να με σκοτώσει
Το έπιασα από το λαιμό
Ήταν ή εγώ ή αυτό
Αυτή ήταν η πικρή αλήθεια

{:}{:en}

3. Στα καράβια

Πληρώνω μεγάλο τίμημα. Η καταστροφή μου με βρήκε στην χειρότερη στιγμή. Τώρα που είμαι γέρος και αδύναμος. Βλέπω όλα αυτά για τα οποία πάλεψα μια ζωή να χάνονται, να μην στέκονται ικανά να μου εξασφαλίσουν να περάσω άνετα όσον καιρό μου μένει. Τόσα σχέδια, θυσίασα κάθε μου ιδέα για να φτάσω ως εδώ. Δε σκόνταψα ούτε σε ένα πτώμα απ’ όλα αυτά που πάτησα. Και προσπαθώ να διαφυλάξω ό,τι πολύτιμο μου έχει απομείνει. Όλο το σπίτι το έχτισα για αυτήν. Να είναι ασφαλής. Να μην την χάσω. Να είναι καλά κρυμμένη από τα ανθρωπάρια που σκανάρουν με τα λαίμαργα μάτια τους τα πάντα. Αλλά τώρα το σπίτι είναι γεμάτο μυστικά και παράδοξα που την κρατούν στην αφάνεια. Δε θα μάθει ποτέ κανείς.

Όλο το σπίτι είναι γεμάτο μυστικά και παράδοξα και το καθένα από αυτα παίζει μαζί μου. Είναι εκεί για να μου θυμίζει, για να με δικάζει, για να με στοιχειώνει. Αφρικάνικα μαγικά σύμβολα εμφανίζονται στους τοίχους από το πουθενά. Πολλές πόρτες, τις ανοίγεις καμιά φορά, και σε οδηγούν σε άλλους τόπους. Σαν να περνάς σε διαφορετική διάσταση. Να βρίσκομαι ξαπλωμένος στο χορτάρι, δίπλα σε ένα δέντρο και ο ήλιος στο ταβάνι να αλλάζει χρώματα. Να ταξιδεύω μέσα σε κλειστοβικά τούνελ, που μοιάζουν με εκείνα από τα ορυχεία εξόρυξης, μπουσουλώντας στο σκοτάδι για ώρες. Είναι σαν κατακόμβες κάτω από το σπίτι. Δεν έχουν τέλος. Συνεχίζουν στο άπειρο. Ο χρόνος περνάει διαφορετικά μέσα εκει. Κάνει αφόρητη ζέστη, δεν μπορώ να δω καλά καλά και προσπαθώ απεγνωσμένα να βγω έξω. Όπως τόσοι εργάτες που πέρασαν από την δούλεψη μου. Και καμιά φορά- εκεί είναι που τρελαίνομαι- εμφανίζεται μια τεράστια άρπα από το πουθενά. Την πλησιάζει μια μορφή αόρατη, άυλη. Καταλαβαίνεις την ύπαρξη της γιατί όταν κοιτάς προς την πλευρά της τα πράγματα που βρίσκονται πίσω της φαίνονται λίγο παραμορφωμένα, σαν να κινείται το περίγραμμα τους, σαν να βρίσκεσαι μέσα σε νερό. Και με το που φτάνει πάνω στην άρπα, οι χορδές της κινούνται και παίζει μουσικά κομμάτια που έπαιζα εγώ πριν από πολλά χρόνια με την κιθάρα μου, που τα ακούω ακόμα και σήμερα. Μου δημιουργείται η εντύπωση πως αυτή η μορφή είναι που κάνει τις χορδες να πάλλονται.

Παντού και κάτι που να με ταξιδεύει στο παρελθόν. Και πάντα πονάει. Πρέπει να το περάσει και κάποιος άλλος αυτό. Είναι πολύ το βάρος για να το σηκώνω μόνος μου. Τέτοιες ώρες είναι που σκέφτομαι πως ξεκίνησαν όλα. Τότε που ήμουν παιδί ακόμα, αθώος, ιδεολόγος. Την ώρα που οι υπόλοιποι στην ηλικία μου ζούσαν ξεγνοιαστα, εγώ ήδη δούλευα στα καράβια. Σκληρή δουλειά δε λέω… Πολύ κούραση, μήνες μακριά από το σπίτι σου, μοναξιά και κίνδυνοι για τη ζωή σου. Και κάποιες περιόδους η οικονομία δεν πήγαινε καλά. Στην κρίση επάνω τα δρομολόγια λιγόστευαν και δεν υπήρχαν δουλειές για όλους. Ήταν δύσκολα. Αλλά για να είμαι ειλικρινής και δίκαιος, έγω δεν τα ένιωσα όλα αυτά στο πετσί μου. Δεν είχα ούτε παιδιά ούτε σκυλιά. Και άμα έμενα χωρίς μεροκάματο ή είχα ξωμείνει ξοδεύοντας τα όλα σε ποτά και φούντα, ο πατέρας μου πάντα τσόνταρε κάτι. Ήξερα ότι αυτό πάντα θα ίσχυε, οπότε ημουν άνετος. Άνετος για να επιλέγω συχνά σε ποιο καράβι θέλω να δουλέψω και σε ποιο όχι, αλλά ακόμα και να παρατήσω σε κάποιο λιμάνι το πλοίο στο οποίο είμαι, γιατί δεν την παλεύω άλλο.

Τα χρόνια στα καράβια με άλλαξαν πολύ. Είδα εικόνες που με διαμόρφωσαν σαν χαρακτήρα. Στην αρχή είδα όλους αυτούς με τις υποχρεώσεις, τα παιδιά ή τα χρέη που δεν τους έπαιρνε να αρνηθούν κάποια δουλειά ή να διαπραγματευτούν καλύτερη αμοιβή για αυτήν. Άσε που συχνά δεν είχαν και ιδιαίτερα προσόντα για να προτιμώνται. Είδα την αγωνία για επιβίωση στα μάτια τους, τη μιζέρια στην καθημερινότητα τους, την κούραση και την έλλειψη στόχων και κινήτρων, την απελπισία όταν μένανε στο λιμάνι αφού δεν τους είχε διαλέξει κανείς για το πλοίο του.Τους ξεχώριζες εύκολα από τους υπόλοιπους που όταν πια δεν υπήρχε λόγος για να βρίσκονται εκεί, σηκώνονταν και έφευγαν για το σπίτι τους, την οικογένεια τους ή για να πιουν κανά κονιάκ στον καφενέ και να παίξουν χαρτιά. Αυτοί όμως παρέμεναν εκεί. Σκυφτοί, με τους ώμους προς τα μέσα και το βλέμμα χαμηλά. Δεν μπορούσα να βλέπω αυτά τα πρόσωπα. Δεν μπορούσα να ακούω κάθε βδομάδα και για έναν από εμάς που σκοτώθηκε στο αμπάρι, πνίγηκε ή έπαθε σοβαρό ατύχημα και του έμεινε κουσούρι. Που μπορεί πριν λίγο καιρό να πίναμε στο ίδιο τραπέζι. Που μπορεί να έχει μικρά παιδιά. Ή πόσοι ήταν εκείνοι που δούλευαν για μήνες και τελικά η παράδοση του εμπορεύματος δεν γινόταν ποτέ και δεν πληρώνονταν καθόλου… Αισθανόμουν μεγάλη αδικία για όλα αυτά. Όπως και όλοι οι άλλοι. Μα εγώ είχα κάτι που τους έλειπε. Όντας μη εξαρτημένος οικονομικά από αυτή τη δουλειά απόλυτα και γνωρίζοντας ότι δεν είναι αυτή που θα κάνω για μια ζωή, είχα το θάρρος να αντισταθώ στα αφεντικά εκ του ασφαλούς. Αυτή μου η στάση δεν πέρασε απαρατήρητη. Σύντομα με πλησίασαν από το κόμμα και μετά από πολλές συζητήσεις με έναν δικό τους, μου πρότειναν να τους ακολουθήσω.Συμφωνούσα με αυτά που έλεγαν. Δεν ντρέπομαι ωστόσο να παραδεχτώ ότι από την πρώτη στιγμή συνυπολόγισα τα προνόμια που είχαν οι εκλεγμένοι του συνδικάτου. Με τις φιλίες μου, την ανώτερη μου μόρφωση (σε σχέση με τους υπόλοιπους) και την υποστήριξη του κόμματος, σίγουρα θα γινόμουν ένας απο αυτούς. Δέχτηκα αμέσως. Και σύντομα τα κατάφερα. Εκτός από τα προνόμια μετά ανακάλυψα και τα υπόλοιπα. Πράγματι τα βάζαμε με αφεντικά που δεν ήταν εντάξει, αλλά συνήθως τύχαινε να τα είχαμε πάρει χοντρά από τους ανταγωνιστές τους. Και όσο για τους εργάτες… Καθώς όλοι με πλησίαζαν και μου ζητούσαν χάρες, σιχάθηκα το ανθρώπινο είδος. Θα μπορούσαν να πουλήσουν και την ψυχή τους για λίγα χρήματα παραπάνω, για μια μικρή διευκόλυνση. Πόσο μάλλον να την φέρουν πισώπλατα στον διπλανό τους. Στον συνάδελφο. Που έχουν κοινά συμφέροντα. Με αηδίασαν. Αισθανόμουν πια, από πολύ νωρίς, σαν μέλος μιας ιδιαίτερης ελίτ ανάμεσα τους.

Την επόμενη χρονιά τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά. Κάποιες εταιρίες που θίξαμε τα συμφέροντα τους τα έβαλαν μαζί μας. Οι εκλογές ήταν γερό χαστούκι, επιστροφή στην πραγματικότητα. Και όχι επιστροφή σαν ίσος μεταξυ ίσων, όπως υπολόγιζα με φρίκη (αρκούσε αυτό για μου δημιουργήσει φρίκη). Πολύ χειρότερα. Ήταν πολλοί που τα είχαν μαζί μου στη δουλειά γιατί τα είχα βρει λέει με τους εφοπλιστές. Και τα μισά αφεντικά δεν ήθελαν να με δουν ούτε ζωγραφιστό. Από το κόμμα με διέγραψαν αμέσως όταν έγινε γνωστό προς τα έξω ότι τα έπαιρνα. Και είχα χάσει τον πατέρα μου πριν λίγους μήνες. Για πρώτη φορά, και πολύ απότομα, ήμουν μόνος, ντροπιασμένος, απαξιωμένος και πολύ σύντομα πεινασμένος. Τότε ήταν που μίσησα το ανθρώπινο είδος πιο βαθιά. Δεν τα έβαλα κάτω. Γρήγορα κατέφυγα σε κάτι άλλο που με είχε διαμορφώσει όσον καιρό ήμουν στα καράβια.

Τον περισσότερο καιρό ταξίδευα σε χώρες που βρίσκονται σε αυτό που ονομάζουμε τρίτο κόσμο. Οι πρώτες ύλες ήταν πολύ φτηνές εκεί, οπότε τις μεταφέραμε μετά στις χώρες παραγωγής. Είδα από κοντά πόσο προκλητικά εύκολα πλούτιζαν οι λαθρέμποροι κρύβοντας πράγματα μέσα στα εμπορεύματα. Αλλά και όταν κατεβαίναμε στα λιμάνια, τους μπράβους, τους νταβατζήδες, το νόμο της ζούγκλας σε όλο του το μεγαλείο. Πόσο εύκολα μπορούσες να κάνεις ο,τιδήποτε με τα λεφτά σου σε αυτά τα μέρη. Μπορούσες να αγοράσεις ό,τι σου κατέβει όσο παράλογο ή παράνομο θα ήταν στην Ευρώπη ή τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πράγματα, ή ανθρώπους. Όλα εύκολα. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπήρχε καν αυτό που θεωρούμε αυτονόητο, ένα κράτος δικαίου. Ή όπου αυτό υπήρχε, λειτουργούσε με τη νοοτροπία «θα κάνω πως κοιτάω αλλού απέναντι σε οποιαδήποτε κίνηση που θα φέρει λεφτά, δε με νοιάζει αν στάζουν αίμα». Και τα πάντα ήταν πάμφθηνα…

Ήξερα πως ήταν το κατάλληλο μέρος για να κάνω μια καινούρια αρχή. Και η περπέτεια που κρύβουν τέτοια μέρη με έλκει ακαταμάχητα ούτως ή άλλως… Κάπως έτσι πήρα την απόφαση. Δανείστηκα όσα περισσότερα μπορούσα απ’ όσους γνωστούς μου μιλούσαν ακόμα- δήθεν ότι παντρεύομαι και ότι πρέπει να χτίσω καινούριο σπίτι. Αποχαιρέτησα τη μάνα μου και την Μαρία, που πάντα με περίμενε με υπομονή σε κάθε ταξίδι να επιστρέψω και με υπομονή σε κάθε επιστροφή να της ζητήσω να την παντρευτώ. Δήθεν για κανά μήνα. Για ταξίδι με ένα εμπορικό για Αίγυπτο. Έκλαψαν γιατί ανησυχούσαν ότι θα μου κάνουν κακό από τη δουλειά, είχαν πειστεί ότι δε θα επέστρεφα στα καράβια. Δεν τις ξαναείδα ποτέ. Όταν το αεροπλάνο απογειώθηκε και αντίκρυσα την Αθήνα από ψηλά, ήμουν ενθουσιασμένος. Δεν είχα ξαναπετάξει ποτέ. Έφευγα μακριά από όλα τα προβλήματα μου. Θα βρισκόμουν σε ένα μέρος που από μειονεκτική θέση απέναντι στους υπόλοιπους, τώρα θα ήμουν σε πλεονεκτική. Και δε θα ξαναέβλεπα αυτές τις δύο σκύλες που με τη γκρίνια και τις απαιτήσεις τους με οδήγησαν πρώτα στην μετριότητα και μετά στην καταστροφή. Θα γύριζα νικητής.

Σήμερα δεν έχω πάλι τη δύναμη και τον χρόνο για να φύγω και να τα κερδίσω όλα από την αρχή. Αυτή τη φορά θα μείνω εδώ και θα προλάβω τα πάντα. Με κάθε μέσο. Τίποτα δεν είναι ταμπού. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είμαί ανήσυχο πνεύμα. Ή αδίστακτός.

4. Η τίγρης και το φίδι

Μια μεγαλόσωμη, επιβλητική τίγρης φέρνει βόλτες νευρικά στο ορθογώνιο κλουβί της. Η κίνηση της ήταν η γνωστή που έχουν τα αιλουροειδή. Γρήγορη, επιδέξια, ακριβής σαν τα πέλματα τους να είναι ένα ενιαίο ρευστό σώμα με το δάπεδο που πατάνε. Ένα ρευστό κύμα που οι κραδασμοί του μεταφέρονται με μια απόλυτη αρμονία σε όλο τους το κορμί. Και αυτή η περηφάνια στο βλέμμα τους… Μαζί με κάτι το πονηρό. Αν έβλεπές ένα από το είδος τους για πρώτη φορά στη ζωή σου σε μεγάλη ηλικία, και ταυτόχρονα είχες άγνοια για την βιοποικιλότητα τούτου του πλανήτη, εύκολα θα πίστευες μόνο από την όψη του, ότι αυτό το ον έχει ανεπτυγμένη νοημοσύνη. Δε θα σου έκανε εντύπωση αν άνοιγε το στόμα του και μιλούσε. Την παρατηρούσα από μακριά να περνάει πίσω από τα χοντρά σιδερένια κάγκελα, κι έτσι όπως περνούσε από ένα ένα, και διακοπτόταν για λίγο η εικόνα της, με έκανε διαρκώς να ανατριχιάζω. Μία φορά και για κάθε μπάρα που περνούσε το κεφάλι της. Γιατί την έχανα για λίγο από το οπτικό μου πεδίο και δεν ήμουν σίγουρος για το τι μπορεί να ετοιμάζεται να κάνει ενδιάμεσα, για το ελάχιστο που δεν την βλέπω. Κι ας ήξερα πως μας χώριζαν αυτά τα χοντρά κάγκελα. Γιατί κακά τα ψέματα, για όση ώρα στεκόμουν εκεί, τους όφειλα τη ζωή μου.

Πίσω από την άλλη πλευρά του κλουβιού, απέναντι μου, βρισκόταν ένα σαλόνι αριστοκρατικού σπιτιού. Με τους καναπέδες, το παχύ χαλί, το τζάκι, τα διακοσμητικά από ελεφαντόδοντο. Μια κοπέλα με πολύ γλυκιά φυσιογνωμία, που φορούσε στολή καμαριέρας, καθάριζε τα έπιπλα με ένα φτερό, εντελώς συγκεντρωμένη σε αυτό που έκανε. Δεν υπήρχαν τοίχοι. Το κλουβί και το σαλόνι, στέκονταν μόνα τους σε ένα τεράστιο άδειο οικόπεδο, που δεν έβλεπες στο τέλος του προς όλες τις κατευθύνσεις, γινόταν ένα με τον ορίζοντα. Ξαφνικά παρατήρησα ότι στην απέναντι πλευρά του κλουβιού δύο κάγκελα ήταν λυγισμένα, με αποτέλεσμα να δημιουργούν ένα άνοιγμα. Αισθάνθηκα ένα φτερούγισμα στην καρδιά μου, σαν να μετακινήθηκε λίγο προς τα πάνω, και ξαφνικά να πέφτω απότομα στο κενό, λες και άνοιξε μια καταπακτή κάτω από τα πόδια μου. Η τίγρης με κοίταξε. Συνέχισε τον βηματισμό της, περπατώντας πίσω από μια μπάρα. Μέχρι να προλάβει να την περάσει, πριν ολοκληρώσω την φοβισμένη σκέψη μου ότι θα το κάνει, πήδηξε μέσα από το άνοιγμα. Ήταν λες και δεν το είχε προσέξει, παρά μόνο όταν με είδε να το κοιτάω τρομαγμένος και, βλέποντας που εστιάζει το βλέμμα μου, να το παρατήρησε για πρώτη φορά. Βρέθηκε μέσα στο σαλόνι, ακριβώς πίσω από την κοπέλα. Αυτή δεν είχε καταλάβει τίποτα και συνέχιζε τη δουλειά της. Προσπάθησα να της φωνάξω να τρέξει, μα αισθανόμουν τη φωνή μου να μη βγαίνει, παρά αέρας που γρατζούνιζε τον λαιμό μου, σαν να είχαν κοπεί οι φωνητικές μου χορδές. Με ένα δεύτερο σάλτο έπεσε στην πλάτη της και την έριξε κάτω. Όπως είχε μείνει πάνω της, με δύο γρήγορες κινήσεις του κεφαλιού, της ξέσκισε τα πλευρά ενώ εκείνη ούρλιαζε.

Πετάχτηκα από τον ύπνο μου. Ήμουν ιδρωμένος, λαχανιασμένος, καθιστός πια, με το χέρι στο μέτωπο μου. Το ίδιο όνειρο πόσα και πόσα βράδια, από εκείνο το καλοκαίρι στο εξοχικό και έπειτα… Έτσι ξυπνούσα και εκεί στο κρεβάτι μου. Μου έχει μείνει η εικόνα της πρώτης φοράς που είδα αυτό το όνειρο σε εκείνο το κρεβάτι, που είχε ξωμείνει από μικρότερη ηλικία μου. Εκεί κοιμόμουν μέχρι τα 5 μου χρόνια. Και όταν πια οι γονείς μου αγόρασαν άλλο, αυτό το μετέφεραν στο εξοχικό, που πηγαίναμε σπάνια, για να μη χρειαστεί να πάρουν και δεύτερο για εκεί. Δεν ήταν ότι δεν είχαν τα χρήματα, αλλά τους χαρακτήριζε μια δυσκολία να αποχωριστούν τα υλικά αντικείμενα. Τους θύμιζαν στιγμές με τις οποίες ήταν συνδεδεμένα και δεν ήθελαν να τα πετάξουν. Το κρεβάτι λοιπόν ήταν μικρό και στενό και ήταν ένας από τους λόγους που μισούσα τις διακοπές μας εκεί. Δυσκολευόμουν να κοιμηθώ και τα κάγκελα που είχε με έκαναν να το αισθάνομαι κλειστοφοβικό.

Και οι συγκεκριμένες διακοπές ήταν πραγματικά οι χειρότερες. Οι δουλειές του πατέρα μου δεν πήγαιναν καλά και όλο τσακώνονταν με τη μητέρα μου. Εκείνη συνεχώς του έλεγε ότι δεν έκανε τις σωστές επιλογές. Ότι ποτέ δεν τόλμησε για το κάτι παραπάνω και πάντα συμβιβαζόταν με την ασφάλεια που του παρείχε τα απαραίτητα, με μια διαρκή μετριότητα χωρίς ρίσκα. Αυτός έπινε και την έβριζε που του έχει κάνει τη ζωή κόλαση, και εκείνη του απαντούσε ακόμα χειρότερα. Ήταν στη χειρότερη φάση που τους έχω ζήσει μαζί. Έκτοτε, με τον καιρό, ακόμα και οι τσακωμοί τους ήταν σύντομοι και βαρετοί, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Έλεγε ο καθένας τα δικά του και δεν έδινε καμία σημασία στο τι απάντηση θα πάρει μετά. Σαν να είχαν αποδεχτεί για τον άλλον ότι είναι εντελώς παράλογος και δεν πρόκειται να αλλάξει, οπότε ήταν μάταιο και ψυχοφθόρο να ασχοληθούν μαζί του.

Ταυτόχρονα τα ξαδέρφια μου έλειπαν, είχαν πάει κατασκήνωση, Κι έτσι ήμουν μόνος, να περιμένω να περάσουν οι μέρες, να φύγουμε, να ξεκινήσει ξανά το σχολείο και να ανταμώσω με τους φίλους μου. Μάλιστα, λόγω της φάσης που βρίσκονταν οι γονείς μου, ουσιαστικά ήμασταν όλη τη μέρα στο σπίτι, προφανώς επειδή δεν ήθελαν να κάνουν τίποτα μαζί. Δεν δεχόμασταν και επισκέψεις, καθώς αδυνατούσαν να συνεννοηθούν για να κανονίσουν ακόμα κι αυτό. Ο μόνος που ερχόταν ήταν ο θείος μου, ο αδερφός του πατέρα μου. Ήταν ένας γλοιώδης τύπος, από εκείνους, που επειδή η φύση έτυχε να τους προικίσει με ένα babyfaceκαι πρόσεχαν το σώμα τους, νόμιζαν ότι μπορούσαν να περνιούνται για αρκετά νεότεροι από την ηλικία τους και να συμπεριφέρονται έτσι. Η αλήθεια όμως ήταν ότι το θέαμα φάνταζε εντελώς γελοίο. Ένας κωλόγερος που βάφει το μαλλί, ντύνεται σαν δεκαοχτάχρονος και συμπεριφέρεται όπως νομίζει ότι συμπεριφέρονται οι νέοι. Ήταν θλιβερό, ξεφτιλιζόταν. Κι όμως για κάποιον ανεξήγητο λόγο η μητέρα μου τον συμπαθούσε πολύ. Φαινόταν από τις ματιές που αντάλλαζαν, από το πόση ώρα μιλούσαν κατά τις επισκέψεις του, ιδίως όταν απουσίαζε ο πατέρας μου. Οπότε με έβλεπε, έπαιρνε εκείνο το ηλίθιο χαμόγελο και μου χάιδευε τα κεφάλι με τις χερούκλες του. Κάθε φορά ένιωθα ότι είχε βρώμικα χέρια και μου λάδωνε τα μαλλιά.

Χρόνια μετά έμαθα πως παλιότερα, πιθανότατα κι εκείνη την περίοδο φανταζόμουν με τις συνδέσεις που έκανα στο μυαλό μου, έπαιρνε πρέζα. Όταν το είχα ακούσει ήταν που κατάλαβα πως ένας άνθρωπος μπλέκει με την ηρωίνη. Γιατι πραγματικά έχοντας πάρει πολλές ουσίες, μέχρι τότε μου ήταν ακατανόητο το γιατί να κολλήσει κάποιος με αυτήν. Είχα διαβάσει πολύ, ήξερα ότι το συναίσθημα εκείνη την ώρα ήταν δυνατότερο από χιλιάδες οργασμούς μαζί. Μα μετά ήταν μια κόλαση. Όλο σου το σώμα υποφέρει όλο και περισσότερο μέχρι να έρθει η ώρα της επόμενης δόσης. Και πλέον δεν μπορείς να ζήσεις φυσιολογικά σχεδόν ποτέ. Για οτιδήποτε άλλο. Το μόνο που υπάρχει είναι αυτή. Η σκέψη της πάντα. Και τελικά θα σε σκοτώσει. Γιατί να το κάνεις; Ό,τι έχει να σου προσφέρει είναι το να την περιμένεις να έρθει για τόσο λίγο και μετά μόνο να υποφέρεις. Όμως αυτός με έκανε να καταλάβω. Είχε τέτοια προβλήματα τότε, που δεν άντεχε την ίδια τη ζωή, την καθημερινότητα. Και δεν είχε το περιθώριο να αυτοκτονήσει. Για άλλους που βρίσκονται στη θέση του είναι η δειλία που δεν τους το επιτρέπει. Για εκείνον ήταν οι τύψεις για αυτούς που θα άφηνε πίσω. Και ήταν τέτοια η καθημερινότητα του, που δεν ένιωθε πως είχε τίποτα να χάσει με το να την ανταλλάξει με συνεχόμενες μέρες ιδρώτα, πυρετού, πόνων, αϋπνίας, εμετών, ακράτειας. Να μην είναι σε αυτήν την κατάσταση για να κάνει τι;

Περνούσα απαίσια λοιπόν τότε στο εξοχικό. Αλλά το χειρότερο ήταν εκείνο το βράδυ. Η ώρα ήταν προχωρημένη. Τη συγκεκριμένη νύχτα ο πατέρας μου είχε καθυστερήσει υπερβολικά να έρθει να με καληνυχτίσει. Η μητέρα μου με είχε προειδοποιήσει ότι ήταν ένα από τα βράδια που θα έπρεπε να παραμείνει στη δουλειά μέχρι αργά. Ώσπου να έρθει και από την πόλη με το αυτοκίνητο, θα έπρεπε κανονικά να είχα κοιμηθεί. Μα τις περισσότερες φορές που είχε συμβεί αυτό, τον περίμενα. Γιατί πάντα όταν ερχόταν, ακόμα και νύχτες σαν κι εκείνη αργοπορημένα, πάντα ακολουθούσε την ίδια διαδικασία. Άλλωστε, έτσι έκανε με όλα τα πράγματα μέσα στη μέρα του, ακολουθούσε πιστά μια συγκεκριμένη ρουτίνα. Μου διάβαζε ένα κεφάλαιο από κάποιο παιδικό βιβλίο, εκείνο που θεωρούσε το ωραιότερο και το πιο διδακτικό, απ’ ότι κατάλαβα χρόνια μετά. Με ρωτούσε τι κατάλαβα. Δεν σχολίαζε ποτέ. Μετά με φιλούσε στο μέτωπο και έφευγε. Μου άρεσε πάρα πολύ όλο αυτό. Ποτέ δεν μάθαινα όλη την ιστορία του βιβλίου, έπρεπε να μαντέψω τι είχε γίνει πριν και τι θα γινόταν μετά, και καθώς καταπιανόμουν με αυτές τις σκέψεις, με έπαιρνε γλυκά ο ύπνος. Και ήταν αυτά τα παραμυθένια θέματα που γέμιζαν τα όνειρα μου και τα έκαναν όμορφα. Μέχρι εκείνο το βράδυ.

Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας και όπως πάντα εμφανίστηκε η σκιά του να μπαίνει στο δωμάτιο. Χαμογέλασα. Μα για πρώτη φορά δεν κινήθηκε προς την βιβλιοθήκη, αλλά προς το παιδικό κρεβάτι μου. Όπως πλησίασε, πέρασε μπροστά από το λιγοστό, χλωμό φως ενός κεριού που άφηνε η μισάνοιχτη πόρτα να μπει. Γρήγορα. Επιδέξια. Με ακρίβεια. Μια τίγρης γυρόφερνε το κρεβάτι μου σαν να πλησιάζει κυκλωτικά το θήραμα της. Ξαφνικά πήδηξε πάνω από τα κάγκελα και έπεσε πάνω μου με τα νύχια της να με ξεσκίζουν. Δεν φανταζόμουν ότι υπήρχε τόσο μεγάλος πόνος.

Το πρωί που μπήκε η μητέρα μου στο δωμάτιο και άνοιξε τις κουρτίνες, είδε το αίμα στα σεντόνια. Με ρώτησε τι είχε συμβεί. Όταν της είπα, έχασε την ισορροπία της και κάθισε σε μια καρέκλα παραδίπλα. Αφού είχε μείνει για λίγο να κοιτάει με γουρλωμένα μάτια το πάτωμα, σηκώθηκε και άρχισε να φωνάζει σαν τρελή. Έβριζε τον πατέρα μου που έγιναν έτσι τα πράγματα. Πέρασε πολύ ώρα να λέει τα ίδια και τα ίδια. Ήταν εξοργισμένη. Περίμενα ότι θα στεναχωριόταν που με βρήκε σε αυτή την κατάσταση, ότι θα έβαζε τα κλάματα. Αλλά όχι. Ούτε ένα δάκρυ. Ξανακάθισε στην καρέκλα. Με κοίταξε επίμονα. Το βλέφαρα της είχαν τραβηχτεί τόσο προς τα κάτω και τα χείλη της τόσο προς τα πάνω, που νόμιζα ότι θα ενώνονταν. Άρχισε να με κατηγορεί πως μοιάζω στον πατέρα μου. Ότι είμαι ένας δειλός που δεν μπορεί να προστατέψει τον εαυτό του σαν άντρας. Ούτε καν από αυτά που προκάλεσε ο αξιοθρήνητος πατέρας μου. Πως θα έπρεπε να ντρέπομαι που άφησα να μου συμβεί αυτό. Μου είπε να μην τολμήσω ποτέ να μιλήσω σε κανέναν για την προηγούμενη νύχτα. Δε θα ανεχόταν να ντροπιάσω την οικογένεια μου, που έχει έναν τόσο ανίκανο γιο. Θα με πετούσαν στον δρόμο είπε. Τα μάτια της κόντευαν να πεταχτούν έξω όπως με κοιτούσε. Ιδρώτας έσταζε από παντού πάνω της, κάνοντας το δέρμα της να φαντάζει ότι θα γλιστράει πάρα πολύ σε ένα άγγιγμα. Και όπως μιλούσε ακατάπαυστα και η γλώσσα της έβγαινε συνέχεια προς τα έξω να ανακουφίσει τα χείλη της που ξεραίνονταν από την έντονη ομιλία μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, μου θύμιζε ένα τεράστιο τρομακτικό φίδι που έχει τυλιχτεί γύρω μου, με έχει παγιδέψει και μπορεί ανά πάσα στιγμή με ένα τίναγμα του κεφαλιού του να μου δώσει την χαριστική βολή. Αισθανόμουν αδύναμος, ντροπιασμένος, μόνος, κενός. Άρχισα να κλαίω. Ντροπή. Αηδία για τον εαυτό μου. Δεν έπρεπε κανείς να μάθει ποτέ.

Όταν κατεβήκαμε στο σαλόνι, ήταν εκεί το τελευταίο άτομο που θα ήθελα να δω, ειδικά αυτή την ώρα, ο θείος. Σηκώθηκε λίγο, μου χάιδεψε το κεφάλι με το γνωστό, ηλίθιο του χαμόγελο και ξανακάθισε. Η μητέρα μου έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο. Ήταν από τις λίγες φορές που δεν άλλαξαν κουβέντα. Αυτός ξανακάθισε φαρδύς πλατύς και άπλωσε τα πόδια του στο τραπεζάκι μας. Όπως πάντα, με ένα τσιγάρο στο στόμα και με εκείνο το τιραντέ, κολλητό, animalprint τιγρέ μπλουζάκι, που φορούσε πάντα. Δεν το αποχωριζόταν ποτέ, λες και είχε γίνει ένα με το πετσί του.

5. Η πικρή αλήθεια

Α.

Ήταν ένα από εκείνα τα μεσημέρια που θύμιζαν κάτι αμερικάνικα θρίλερ όπου το κακό γίνεται μέρα μεσημέρι. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία στην πόλη για τα δεδομένα της. Ο ήλιος έκαιγε ψηλά, τόσο που ένιωθες ότι έκανε το χώμα να βγάζει καπνούς και αυτό να έχει ως αποτέλεσμα το όλο τοπίο να φαίνεται θολό, ιδίως όταν προσπαθούσες να δεις πράγματα που βρισκονταν σε απόσταση. Ήταν καλοκαίρι, με το ραμαζάνι να βρίσκεται πια σε προχωρημένο στάδιο και τον κόσμο να έχει κουραστεί από την επίπονη νηστεία. Πολλοί ήταν εκείνοί που δεν άντεχαν αυτές τις μέρες να πάνε για δουλεία και έμεναν σπίτι. Έτσι και πολλά μαγαζιά ήταν κλειστά και ο κόσμος που κυκλοφορούσε ήταν εμφανώς λιγότερος. Απέφευγαν δε τις πολλές μετακινήσεις λόγω της θερμοκρασίας και της αφυδάτωσης. Δεν άκουγες καν τη συνήθη φασαρία και τις μυρωδιές από τις κουζίνες των σπιτιών, καθώς περνούσες περαστικός στον δρόμο.

Ήταν μια πόλη νεκρή. Ή μια πόλη νεκρών σαν αυτήν που βλέπεις όταν προσπαθείς δεις κατάματα, σε βάθος την Πικρή Αλήθεια. Το σκηνικό μύριζε θάνατο. Κάτι κακό θα συνέβαινε, δεν μπορούσες να είσαι ανυποψίαστος, σήμερα το βλέπω καθαρά. Και ήταν τέτοια η αγωνία μου εκείνη τη μέρα που έκανε τα πράγματα χειρότερα. Πρέπει να είχα χλωμιάσει από τρόμο καθώς πλησίαζα στον προορισμό μου, οι λίγοι άγνωστοι που συνάντησα στον δρόμο με κοιτούσαν περίεργα, σαν να έβλεπαν φάντασμα. Είχα ακούσει πολλές ιστορίες για εκείνη την γυναίκα. Όλη η επαρχία την γνώριζε. Μιλούσαν για αυτήν με δεός, με σεβασμό. Ήταν τόσο περίεργο. Στις περισσότερες ιστορίες είχε προκαλέσει μεγάλο κακό σε κάποιον κι όμως κανείς δεν είχε βρεθεί, ανάμεσα στους τόσους που γνώρισα, να μιλήσει με άσχημα λόγια για αυτήν. Λες και από τη στιγμή που της ζητουσαν άλλοι να κάνει το ο,τιδήποτε, εκείνη ήταν άμοιρη ευθυνών. Την παρουσίαζαν σαν να απέδιδε δικαιοσύνη. Σαν να φρόντιζε να τηρούνται οι ισορροπίες σε έναν κόσμο εξαιρετικά άδικο και σκληρό. Μα πάντα αναρωτιόμουν πως γίνεται να θεωρείται δίκαιο εκείνο που σκαρφίζεται ο καθένας που μπορέι να αισθάνεται αδικημένος. Και πως σίγουρα θα την πλησιάζουν άνθρωποι που θα ζητούν πραγματα καθαρά για το όφελος τους. Η απάντηση κρυβόταν σε μια πεποίθηση που υπήρχε σε πολύ κόσμο με τον οποίον είχα συζητήσει για αυτήν. Πίστευαν πως, όχι και τόσο σπάνια, αν κάτι της ζητείτο που δεν το θεωρούσε σωστο, αρνείτο να το κάνει. Δεν ήταν ένας ισχυρός αμοραλιστής μισθοφόρος για τους περισσότερους. Πίστευαν ότι είχε ένα ιδιαίτερο σύστημα αξιών, πολύ συγκεκριμένο, που το ακολουθούσε πιστά. Και διατηρούσε τις ισορροπίες. Γιατί, κακά τα ψέματα, στον τόπο που βρισκόμουν το να κάνει κάποιος το οποιοδήποτε κακό και να μην έχει καμιά συνέπεια γι’ αυτό, ήταν φαινόμενο διόλου σπάνιο. Εξαρτιόταν καθαρά από το πόσο δυνατός ήταν ο θύτης. Ναι λοιπόν αυτή γριά ήταν για τον κόσμο εδώ, ό,τι είναι στην Αμερική όλοι οι υπερήρωες που πλασάρει η δυτική κουλτούρα. Το ίδιο φασιστικό σκεπτικό. Ένας υπεράνθρωπος αποφασίζει τι είναι το σωστό και το επιβάλει. Πάντα σε αυτές τις ιστορίες οι κοινοί θνητοί παρουσιάζονται σαν μάζες, απλή στατιστική, αδύναμοι, δεν μπορούν να επηρεάσουν ούτε στο ελάχιστο τη μοίρα αυτού του κόσμου. Πόσο συναρπαστικές έβρισκα πάντα αυτές τις ιστορίες! Και εδώ τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα. Η γριά όντως υπήρχε, δεν ήταν ένα παραμύθι για μικρά παιδιά. Όμως αυτός μου ο ενθουσιασμός πνιγόταν από τον τρόμο για αυτή τη γυναίκα. Στην αρχή είχα θεωρήσει ότι όλα αυτά είναι δεισιδαιμονίες και ότι πρόκειται για την κλασσική περίπτωση τσαρλατάνου που εκμεταλλεύεται τον αμόρφωτο κόσμο. Όμως άκουγες τόσο πολλές και διαφορετικές ιστορίες χωρίς ψήγμα αμφισβήτησης για τις δυνάμεις της. Αν δεν ήταν κάποιο είδος ομαδικής παράκρουσης, πρέπει όλα αυτά να είχαν κάποιο ποσοστό αλήθειας. Και αυτό ήταν που με οδηγούσε σε εκείνη, το συγκεκριμένο μεσημέρι που η γη είχε γίνει καμίνι και είχε επικρατήσει νεκρική σιγή. Ένιωθα σαν όλος ο κόσμος τριγύρω, με το ραμαζάνι και την κατάσταση που είχε φέρει, να ταιριάζει απόλυτα με την φάση στην οποία βρισκόμουν. Σαν όλοι να ένιωθαν τι ήμουν έτοιμος να κάνω. Να κρατούσαν την ανάσα τους την ώρα που πάω να κάνω κάτι έντονα ανεπανόρθωτο, με απρόβλέπτες συνέπειες και παρακολουθούσαν με αγωνία και κομμένη την ανάσα. Αισθανόμουν, καθώς περπατούσα στους άδειους δρόμους, ότι οι δρόμοι αυτοί μου άνηκαν, ότι η πόλη αυτή μου άνηκε, όλη η προσοχή ήταν πάνω μου. Είναι τεράστιες οι πλάνες που βιώνεις υπό την επίδραση παραισθησιογόνων… Αλλά σε κάνουν και πολύ καχύποπτο, φοβισμένο.

Ήταν γνωστό ότι επικαλούταν συχνά σκοτεινές δυνάμεις για να επιτύχει τους σκοπούς της. «Είναι υπεράνω καλού και κακού» έλεγε ο κόσμος. «Είναι ένα με τη γη, το νερό και τον αέρα. Είναι η φύση. Τηρεί τις ισορροπίες. Χρησιμοποιεί όλες τις δυνάμεις ανεξάρτητα με το ποιες είναι αυτές. Υπάρχει μέσα σε όλα. Όπως όλα ξεχωριστά στη φύση είναι απαραίτητα για την ύπαρξη των υπολοίπων και όταν χαθεί ένας κρίκος της αλυσίδας, διαταράσσεται ολόκληρη. Δεν είναι καλή ή κακή, είναι κάτι σημαντικότερο απ’ αυτά.»

Για εμένα όμως, τον μεγαλωμένο με την χριστιανική ηθική, το να συναλλάσεται κάποιος με τις σκοτεινές δυνάμεις, να κάνει μαύρη μαγεία, είναι κάτι που με τρομάζει. Ακόμα και που δεν είμαι θρησκευόμενος σαν ενήλικος, τη λογική με την οποία μεγάλωσα δεν μπορούσα να την υπερβώ. Κάποια πράγματα που στα περνάνε ως αυτονόητα από παιδί, μέσα από τη συνεχή επανάληψη τους με εντελώς φυσικό τρόπο, είναι σχεδόν αδύνατον να τα αποβάλλεις. Σου φαίνονται καθολικές αλήθειες. Ήταν όμως τόσο σοβαροί οι λόγοι που με οδηγούσαν σε εκείνη μου την απόφαση τότε, που ξεπέρασα όλες μου τις προκαταλήψεις, αλλά και τον τεράστιο μου φόβο. Ήταν ότι ένιωθα πως απειλούμαι.

Σκεφτόμουν όλα αυτά και είχα την αίσθηση ότι περπατούσα για ώρες, μέχρι που σταματήσαμε απότομα μπροστά από μια καλύβα. Πραγματικά περπατώντας σε ολόκληρη συτή την πόλη σου δινόταν η εντύπωση ότι είχες ταξιδέψει χρόνια πίσω. Και στη συγκεκριμένη γειτονιά τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Αλλά αυτό που έβλεπα ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Αυτό το οίκημα θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται απομονωμένο στα βάθη της ζούγκλας. Με τέτοια μέσα και σε τέτοιες συνθήκες μοιάζει να φτιάχτηκε. Ήταν εντελώς πρωτόγονο. «Ένας επιτυχημένος τσαρλατάνος δε θα ζούσε σε κάτι τέτοιο» σκέφτηκα. «Εκτός αν είναι αρκετά έξυπνος και θέλει να πουλήσει παραμύθι στους πελάτες του» γρήγορα διόρθωσα τον εαυτό μου. Επανήλθα στην πραγματικότητα από τον οδηγό μου, που είχε σταθεί και με κοίτουσε επίμονα περιμένοντας διακριτικά την αμοιβή του. Έβγαλα αρκετά χαρτονομίσματα από την τσέπη μου, από εκείνα με τα πολλά μηδενικά που μια δεσμίδα ήτανε ίσα σε αξία με πέντε δολάρια. Του τα έδωσα στο χέρι χωρίς να τα μετρήσω και μπήκα βιαστικά μέσα.

Ένας διαφορετικός κόσμος υπήρχε εκεί. Ήταν πολύ σκοτεινά, γεγονός που δεν μπορούσα να εξηγήσω πως επιτυγχανόταν μόνο και μόνο από τη σκεπή που αποτελείτο από κλαδιά. Και είχε μια απότομη δροσιά με το που περνούσες το κατώφλί της πόρτας. Μου πήρε λίγη ώρα να συνηθίσουν τα μάτια μου στο σκοτάδι. Στους τοίχους δεξιά και αριστερά υπήρχαν κάθε λογής ματζούνια, τα περισσότερα με έντονα και φανταχτερά χρώματα. Κάποια άφριζαν, κάποια κάπνιζαν. Μπροστά ένας πάγκος, πίσω από τον οποίον στεκόταν μια νεαρή κοπέλα με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από ένα βιβλίο. Φορούσε ένα λευκό, ρηχτό, μακρύ φόρεμα και τα μαύρα της μαλλιά ήταν πλεμένα σε κάτι περίτεχνες κοτσίδες που πραγματικά πρέπει να είχαν χρειαστεί ώρες για να δεθεί η κάθε μία. Δεν μου είχε δώσει καμία σημασία μέχρι τη στιγμή που επικέντρωσα το βλέμμα μου πάνω της και ήμουν έτοιμος να της μιλήσω. Άνοιξα το στόμα μου και πριν προλάβει να βγει η φωνή μου, καθώς ήμουν αρκετά διστακτικός, στράφηκε απότομα προς τα εμένα και μου είπε να την ακολουθήσω με έναν τόνο εντελώς άχρωμο και αυστηρό, σχεδόν μη ανθρώπινο. Άνοιξε μια πόρτα πίσω της, την οποία μέχρι εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα να την διακρίνω. Καθώς πέρασα από την άλλη πλευρά του πάγκου για να πάω κι εγώ, κοίταξα όσο πιο διακριτικά μπορουσα το βιβλίο στο οποίο ήταν προσυλωμένη πριν. Από τα λίγα που μπόρεσα να ξεχωρίσω πρέπει να ήταν κάποια αρχαία διάλεκτος. Οι λέξεις που πρόσεξα ήταν ασύνδετες, δεν έβγαζαν νόημα. Εκείνο όμως που μου εντυπώθηκε πλήρως ήταν μια μεγάλη εικόνα με ένα κεφάλι τράγου κομμένο, να στάζει αίματα από κάτω. Ωστόσο να χαμογελάει σαρκαστικά με ένα ύφος ανθρώπινο, σαν να έχει καταληφθεί από κάποιο πνεύμα. Και όλο αυτό μέσα σε μια πεντάλφα. Καθώς περνούσα και την δεύτερη πόρτα ήξερα ότι περνούσα και το σημείο από το οποίο και έπειτα δεν υπήρχε επιστροφή. Ζαλίστηκα απότομα, μαύρισε για λίγο το οπτικό μου πεδίο. Ένα σύγκρυο και κρύος ιδρώτας. Πράγματι δεν υπήρχε επιστροφή από εκεί και πέρα.

Περάσαμε στον δεύτερο χώρο της καλύβας, που ήταν και ο μεγαλύτερος από τους δύο. Σεντούκια και πολλά μικρά κουτιά υπήρχαν γύρω γύρω. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και έβαλα το χέρι μου στην μύτη μου. Μύριζε πτώμα. Πτώματα. Που πρέπει να είχαν μείνει καιρό. Στη μέση υπήρχε ένας σωρός από ξύλα που άχνιζε λίγο από μια σβησμένη φωτιά. Από πάνω, κρεμόταν από ένα σύρμα, που στηριζόταν σε δύο ξύλα, ένα τσουκάλι. Περπατούσα και παρατηρούσα έκπληκτος το όλο σκηνικό, όταν η γυναίκα σταμάτησε απότομα, τόσο που παραλίγο να πέσω επάνω της, όπως την ακολουθούσα. Γύρισε προς τα εμένα και μου έγνεψε να περιμένω. Αμέσως συνέχισε το νευρικό βήμα της προς μια γωνιά που παρατήρησα ένα παραβάν που είχε ζωγραφισμένη πάνω μια τεράστια σαύρα της φωτιάς. Χώθηκε πίσω από το παραβάν. Έριξα μια βιαστική ματιά τριγύρω. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι σύμβολα και αναπαραστάσεις. Αναπαραστάσεις γεννήσεων, φόνων και άλλες ακατανόητες. Καθώς γύρισα το βλέμμα μου μπροστά, από την άλλη πλευρά του παραβάν ξεπρόβαλλε μια διαφορετική φιγούρα. Δεν φαινόταν καλά στο σκοτάδι. Ήταν κοντή και σκυφτή. Προχώρησε παράλληλα προς τα εμένα προς το κέντρο του δωματίου. Καθώς περπατούσε αργά, αν και εξαιρετικά ταραγμένος, μια σκέψη που με τρόμαζε ακόμα περισσότερο με έκανε να κοιτάξω για μια στιγμή ξανά προς το παραβάν. Δεν φαινόταν κανείς πίσω του, η κοπέλα που με είχε συνοδεύσει είχε εξαφανιστεί. Και μέχρι να ξανακοιτάξω προς την άλλη παρουσία, αυτή είχε ήδη κάτσει μπροστά στα ξύλα, ενώ με τον ρυθμό που κινούταν πριν, θα ήταν αδύνατο να συμβει κάτι τέτοιο μέσα σε ένα δευτερόλεπτο που δεν την παρακολουθούσα. Χτύπησε δυο πέτρες και αμέσως η φωτιά άναψε. Τότε είδα την μορφή της. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ τόσο ζαρωμένο δέρμα. Η μύτη της ήταν τεράστια και γυριστή. Τα φρύδια της ενωμένα και τα μάτια της σαν δύο κουμπότρυπες. Τα άσπρα μαλλιά της ήταν τζίβες, τόσες πολλές σαν της κοπέλας που με είχε συνοδέψει, αλλά φτιαγμένες φυσικά, μάλλον από την απλυσιά και τη λίγδα. Έριξε μια σκόνη μέσα στη φωτιά, βγήκε λίγος καπνός και άλλαξε χρώμα. Είχα μπροστά μου μια μπλε φλόγα. Είχα μείνει στήλη άλατος, ήμουν τόσο σαστισμένος, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίδραση. Μου έκανε με το χέρι νόημα να πλησιάσω. Δυσκολεύτηκα πολύ να κάνω εκείνο το πρώτο βήμα, σκόνταψα και παραλίγο να σωριαστώ κάτω.

Κάθισα ακριβώς απέναντι της. Κοιτούσα κάτω. Δεν τολμούσα τίποτα άλλο. Η φωνή της δεν ταίριαζε με το παρουσιαστικό και την ηλικία της. «Τι σε φέρνει εδώ λευκέ άνθρωπε; Σήμερα άλλαξες ήδη τη ζωή σου. Αν το έκανες μόνο για να πειραματιστείς ή από περιέργεια, είναι πολύ αργά για να το μετανιώσεις πια». Και στην πρόταση που ακολούθησε η φωνή της άλλαξε ξαφνικά, είχε μια απίστευτη ένταση και αισθάνθηκα ένα ρεύμα δυνατού αέρα που με έκανε, όπως καθόμουν οκλαδόν, να γύρω προς τα πίσω: «Φανέρωσε τις προθέσεις σου λευκέ άνθρωπε!»

Εϊχα ένα κόμπο στον λαιμό ακατανίκητο, αλλά ένιωθα πως αν δεν απαντούσα δε θα την έβγαζα καθαρή. Με όση δύναμη μου είχε απομείνει, από την ανάγκη μου για αυτοσυντήρηση, ξεκίνησα να μιλάω κοφτά. Η φωνή μου ακουγόταν λεπτή σαν κάτι να με έπνιγε. «Κάνω εξόρυξη πολύτιμων λίθων. Αυτό που έχουμε ξεκινήσει στο Κονγκό είναι μακράν η μεγαλύτερη δουλειά μου μέχρι τώρα. Έχουμε πληροφορίες για κάποια πολύ ξεχωριστά κομμάτια. Επειδή απαιτούσε κεφάλαιο και διασυνδέσεις, ξεκινήσα με έναν Γερμανό για συνέταιρο, που γνώρισα εκεί. Του μίλησα για την τοποθεσία, τις προοπτικές και πείστηκε γρήγορα να μπει στη δουλειά. Είχε τις γνωριμίες να σπρώξει την κατάσταση. Σήμερα, και ενώ φαίνεται ότι όλα πάνε πολύ καλά οικονομικα, μου έχει δημιουργηθει η εντύπωση ότι θα προσπαθήσει να με πετάξει έξω. Επίσημα έγγραφα και τίτλοι ιδιοκτησίας δεν υπάρχουν. Αν το κάνει θα μείνω απένταρος, έχω επενδύσει τα πάντα εκεί.» Έκανα μία παύση. Δεν είπε τίποτα, σαν να ήταν σίγουρη πως υπήρχε συνέχεια. «Και κάτι ακόμα. Είμαι ερωτευμένος με την κόρη του και, απ’ ότι φαίνεται, και αυτή μαζί μου. Ο γέρος δείχνει ότι δεν μπορεί να ανεχτεί τη σχέση μας και θέλει να με βγάλει από τη μέση.» «Οπότε θες να προλάβεις να τον βγάλεις εσύ» απάντησε. Έμεινα σιωπηλός. Δεν ήξερα τι να πω. Όντως αυτό ήθελα. Και δεν είχα τα κότσια να το κάνω μόνος μου. Όχι τουλάχιστον χωρίς να είμαι σίγουρος ότι δε θα κατηγορηθώ. Εδώ δεν μιλούσαμε για κάποιον ντόπιο που δεν θα τον αναζητούσε κανείς ή που αν τον έψαχνε κάποιος με λίγα χρήματα θα το ξεχνούσε είτε αυτός είτε οι αρχές. Έβγαλε κάτι φύλλα κάτω από τα ρούχα της και τα πέταξε μέσα στο τσουκάλι. Το καπάκι του ήδη τρεπόπαιζε καθώς το υγρό μέσα έβραζε. Αμέσως ξεκίνησε να βγαίνει ένας καπνός από το εσωτερικό του. Μου δινόταν η εντύπωση ότι όλος κατέληγε μέσα στα τεράστια ρουθούνια της γριάς. Άρχισε να απαγγέλει ρυθμικά κάτι ακαταλαβίστικες λέξεις. Σταμάτησε απότομα. «Η απληστία σε έχει φέρει εδώ λευκέ άνθρωπε. Κοινό γνώρισμα της φυλής σας.» Τότε έβγαλε και δύο ασκούς, φαινόταν ότι ήταν φτιαγμένοι από εντόσθια ζώων. Άρχισε να τους κουνάει. Έκαναν έναν περίεργο κροτάλισμα. Σαν να είχαν χάντρες μέσα. Συνέχισε να μιλάει χωρίς να σταματήσει αυτόν τον ήχο. «Αλλά βλέπω και λαγνεία. Και αγάπη. Κτητική. Αρρωστημένη. Αγάπη.» Ο καπνός είχε γίνει πια πάρα πολύς και κυριαρχούσε σε όλο το δωμάτιο. Η ατμόσφαιρα ήταν ολοένα και πιο αποπνικτική και άρχισα να ζαλίζομαι φοβερά. Έπιασα για λίγο το κεφάλι μου και όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου όλα γυρνούσαν. Το κροτάλισμα γινόταν όλο και πιο δυνατό σαν κάποιος να ανέβαζε σταδιακά την ένταση. Έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα. Αισθανόμουν ότι θα λιποθυμήσω. Άρχισε πάλι να μιλάει ακαταλαβίστικά, ψιθυριστά, άλλα, με έναν μυστήριο τρόπο, ακουγόταν πεντακάθαρα παρά την φασαρία. Όπως με πολλή προσπάθεια κοίταξα μπροστα μου, τα μάτια της είχαν γίνει κόκκινα και έλαμπαν. Έβγαλε μια άλλη σκόνη και την πέταξε απότομα στη φωτιά. Κοκκίνησε και αυτή, ενώ σπίθες άρχισαν να φεύγουν προς κάθε κατεύθυνση μέσα στο δωμάτιο. Το κροτάλισμα και η ψαλμωδία της ακούγονταν όλο και πιο δυνατά. Η φωτιά ηρέμησε σε λίγο και άρχισε να βγάζει έναν κόκκινο αυτή τη φορά καπνό που έκανε διάφορά σχέδια. Ξαφνικά εμφανίστηκε μια τεράστια νεκροκεφαλή ανάμεσα στα σχέδια. «Θα ταξιδέψετε νοτιοδυτικά από εκεί που έχετε κατασκηνώσει για 7 μέρες και 7 νύχτες. Θα βρεθείτε σε έναν κρανίου τόπο, που όμοιο του δε θα έχετε ξαναδεί ποτέ. Ψάχνοντας καλά θα βρείτε τις παρατημένες σπηλιές γεμάτες χαλάσματα.» Ο ήχος ήταν δυνατότερος από ποτέ και με πονούσαν τα τύμπανα μου. Ο καπνός τώρα σχημάτιζε εικόνες θανάτου. Φονικά κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα. Γύρω μας είχε σηκωθεί ένας αέρας και στροβίλιζε. Σαν να ήμασταν στο κέντρο ενός ανεμοστρόβιλλου. Μέσα στον μικρό κύκλο που βρισκόμασταν υπήρχε απόλυτη νηνεμία. Ήταν σαν να μας απομόνωνε απ’ ο,τιδηποτε εξωτερικό. «Εσύ μην μπεις αν δε σε καλέσουν. Το κόκκινο σημαίνει κίνδυνος. Μην το ξεχάσεις αυτό ποτέ λευκέ άνθρωπε, όσα χρόνια και αν περάσουν. Αλλά να ξέρεις, θα πάρεις ακριβώς αυτό που ζητάς. Τώρα δεν μπορείς να κάνεις πίσω. Θα ζήσεις με την πικρή αλήθεια να το ξέρεις. Είναι γραμμένο στο ριζικό σου. Την ζήτησες τόσο, βρέθηκες εδώ και δεν υπολόγισες τίποτα για να την κάνεις δική σου. Σου ανήκει. Έφερες λοιπόν κάτι από το σώμα αυτού του προσώπου;» Ετούτη η τελευταία ερώτηση βγήκε με ένα τεράστιο ουρλιαχτό. Με όση δύναμη μου είχε απομείνει, φανέρωσα τις τρίχες που είχα μαζέψει από το μαξιλάρι και άπλωσα το χέρι μου προς εκείνη. Τις άρπαξε βίαια. Καθισε γονατιστή και ξαφνικά εμφανίστηκε στα χέρια της μια πάνινη κούκλα και ένα μαχαίρι. Το κροτάλισμα κάθε άλλο παρά είχε σταματήσει, γινόταν πιο άγριο. Άρχισε να μαχαιρώνει με απότομες κινήσεις ξανά και ξανά την κούκλα στον λαιμό. Ξανά. Γελώντας. Ξανά. Ξανά. Άρχισα να ουρλιάζω. Όλα μαύρισαν.

Άνοιξα τα μάτια μου και κούνησα το κεφάλι μου. Ήμουν στο πρώτο δωμάτιο, πίσω από τον πάγκο, πεσμένος κάτω, με την πόρτα που οδηγούσε στα ιδιαίτερα της μάγισσας κλειστή. Από πάνω μου ήταν η κοπέλα με τις κοτσίδες. Αμίλητη να με κοιτάει. Έγιναν όλα αυτά: Είχα λιποθυμήσει και τα φαντάστηκα; Σηκώθηκα γρήγορα. Άρχισα να τρέχω προς την έξοδο. Περνώντας ξανά από εκείνο το βιβλίο κοίταξα μέσα. Η σελίδα που ήταν ανοιχτό φαινόταν να είναι η ίδια. Οι ίδιες ακατανόητες λέξεις ακριβώς. Η εικόνα όμως… Δεν υπήρχε ούτε τράγος, ούτε πεντάλφα. Μόνο ένα φίδι.

Γύρισα πίσω. Τους είπα ότι είχα πληροφορίες για το μέρος που ψάχναμε. Μετά από 7 μέρες και 7 νύχτες βρεθήκαμε σε μια κοιλάδα που επικρατούσε απόλυτη ξεραϊλα. Ξάφνου είδα τη γριά μάγισσα πάνω σε ένα ύψωμα να με καρφώνει με το βλέμμα της. Πάγωσα. Χωρίς να μιλήσει, εντελώς ανέκφραστη, σήκωσε το χέρι της και έδειξε προς μια κατεύθυνση. Δεν την έβλεπε κανένας άλλος. Έστειλα λίγους άντρες να ψάξουν κατά εκεί. Πίσω από κάτι κόκκινους βράχους βρήκαν μια σπηλιά που κατέβαινε απότομα. Ο Γερμαναράς αμέσως είπε στους εργάτες να κάνουν πίσω, να κατέβει μόνος του να δει. Μου έριξε μια ματιά, ξέροντας ότι δεν τον εμπιστεύομαι και σκεπτόμενος ότι θα θέλω σίγουρα να τον ακολουθήσω. Δεν είπα κουβέντα. Χωρίς δεύτερη σκέψη μπήκε μέσα και χάθηκε στο σκοτάδι. Δεν είχαν περάσει δυο με τρία λεπτά μέχρι που ακούσαμε ένα δυνατό θόρυβο. Ακούστηκε να φωνάζει βοήθεια και μετά ένας γδούπος. Τρέξαμε μέσα. Τον βρήκαμε δίπλα σε μια κατολίσθηση με τον λαιμό του γυρισμένο και σπασμένο. Η Έλενα τον αγκάλιασε κλαίγοντας με λυγμούς. Λίγα μέτρα μακριά παρατήρησα κάτι να γυαλίζει. Ενώ όλοι ήταν πάνω από το πτώμα του Γερμαναρά, πήγα προς τα εκεί. Μέσα από τις πέτρες είχε ξεπροβάλει ένα σκελετωμένο χέρι που κρατούσε ένα πετράδι. Ήταν ένα τεράστιο μωβ πετράδι που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί ποτε. Είχα μείνει έκθαμβος να το κοιτάω. «Η Πικρή Αλήθεια» σκέφτηκα με θαυμασμό.

Πέρασε μεγάλο διάστημα μέχρι που έμαθα τι είχε συμβεί. Εκείνο το σκελετωμένο χέρι δεν άνηκε σε κάποιον που ανακάλυψε το πετράδι εκεί. Άνηκε σε κάποιον που του είχαν πει οι σαμάνοι, ότι ο μόνος τρόπος για να το ξεφορτωθεί θα ήταν να το επιστρέψει στο σπίτι του. Στη θέση ακριβώς που άνηκε. Χρόνια πέρασε μέσα στις σπηλιές και τα περάσματα προσπαθώντας να ανακαλύψει το ακριβές σημείο. Μάταια. Λίγοι μπορούν να αντέξουν την Πικρή Αλήθεια…

Αυτό το τελευταίο όμως είναι που το κατάλαβα καιρό μετά. Τα χρόνια πέρασαν και πολλά άλλαξαν ανάμεσα σε μένα και την Έλενα. Τα λουλούδια διαδέχονταν το ένα το άλλο, αλλά δε θα μπορούσε κάθε βράδυ να υπάρχει και ένα καινούριο, που δεν είχε επαναληφθεί. Οι διαφορές που είχαμε μεγεθύνονταν με τα χρόνια, και καθώς μαζεύονταν αθροιστικά τα αποτελέσματα τους, υπήρχαν πια απωθημένα, επιθετικότητα. Κι αυτό δημιουργούσε απόσταση. Οι εντάσεις γίνονταν όλο και πιο συχνές. Μετά περάσαμε σε άλλη φάση. Όλα αυτά έφεραν τελικά πλήρη έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ μας. Οι συγκρούσεις μειώθηκαν αλλά πια περνούσαμε πολύ λίγες ώρες την ημέρα μαζί. Ήταν νύχτες που σκεφτόμουν το πως ήμασταν πριν κάποια χρόνια και το πως είχαμε γίνει. Δεν υπήρχε καμία σχέση. Ένας εξωτερικός παρατηρητής εύκολα μπορούσε να διακρίνει ότι απουσίαζαν πια εκείνα τα συναισθήματα που μας έφεραν μαζί παρά τις αντίξοες συνθήκες. Ότι δεν υπήρχε έρωτας, δεν υπήρχε αγάπη. Ότι τον τελευταίο καιρό δεν υπήρχε καν ένας αμοιβαίος σεβασμός και εκτίμηση, παρά μια μόνιμη κριτική και από τις δύο πλευρές. Η αλήθεια κατά βάθος είναι, πως δεν ήταν ότι τα συναισθήματα είχαν εξαφανιστεί. Αλλά καιρό τώρα είχαν τεθεί σε δεύτερη μοίρα από δύο μεγάλους και αρκετά πληγωμένους εγωισμούς. Δεν ήταν μόνο η συνήθεια που μας κρατούσε μαζί. Κάτω από την επιφάνεια, ήταν πολλά εκείνα που μας ένωναν. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, εκείνα που μας χώριζαν ήταν πολύ περισσότερα. Είχαμε απομακρυνθεί και, όπως δε μου έδινε σημασία ακόμα και τις ώρες που ήμασταν μαζί, πολλές φορές είχα βάλει με το μυαλό μου ότι με απατούσε. Ήταν βράδια που τα περνούσα τρελαμένος μέσα στην μαστούρα μου να την σκέφτομαι με κάποιον άλλον άντρα. Πιο νέο, πιο ωραίο, πιο μυώδη, νέγρο. Να την αγγίζει παντού με ορθάνοιχτες τις μαύρες παλάμες του. Να έχει πέσει πάνω στο κατάλευκο της σώμα, να έχει μπει μέσα της και να της κάνει έρωτα βίαια. Και εκείνη να δείχνει να αισθάνεται ηδονή με τα βογγητά της και τους μορφασμούς της, τέτοια που να μην έχει νιώσει ποτέ μαζί μου. Με θυμάμαι να σπάω πράγματα μόνος μου στο σπίτι. Αισθανόμουν προδομένος απ’ αυτήν, βασιζόμενος μόνο και μόνο στις σκέψεις που έκανα πάνω στην φρίκη μου.

Εκείνο το βράδυ μπήκε στο σπίτι χωρίς να μου μιλήσει. Ήταν συνηθισμένο όταν τσακωνόμασταν να πέρνούσαν μέρες ολόκληρες χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα. Καθόμουν στα μαξιλάρια και κάπνιζα ναργιλέ, όπως έκανα κάθε βράδυ μέχρι τα ξημερώματα. Πήγε για λίγο στο υπνοδωμάτιο, έβαλε τα πρόχειρα της ρούχα και ήρθε να κάτσει δίπλα μου. Δίχως μια λέξη, της έδωσα να κάνει και αυτή. Σηκώθηκα και άρχισα να φέρνω βόλτες μέσα στο δωμάτιο πάνω κάτω. Νευρικά και γρήγορα. Όπως μια τίγρης στο κλουβί. Είχα απίστευτα νεύρα μαζί της. Δε μου έδωσε καμία σημασία. Ήθελα να της κατεβάσω ένα σωρό πράγματα αλλά δεν ήθελα να ξεκινήσω εγώ συζήτηση. Το θεωρούσα ένδειξη αδυναμίας, συνθηκολόγησης. Ήταν βέβαιο ότι το ίδιο ίσχυε και για εκείνη. Φορούσε ένα βαριεστημένο βλέμμα ανωτερότητας, ηρεμίας, αδιαφορίας. Μου γύρισε το μυαλό. Δεν έπρεπε όμως να υποπέσω. «Εϊναι η ώρα για ένα κόκκινο χάπι» σκέφτηκα. «Να ξεφύγω λίγο, να τα δω αλλιώς». Πήγα στην κουζίνα και το κατάπια βιαστικά. Όταν επέστρεψα στο σαλόνι με ένα μπουκάλι ρούμι, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Άρχισα να το κατεβάζω χωρίς να χρησιμοποιήσω ποτήρι. Άκουγα και ένιωθα τον χτύπο της καρδιάς μου μέσα στο κεφάλι μου εκκωφαντικά. Έπινα γρήγορα. Με κλειστά τα μάτια έκανα μόνο αυτό- άκουσα την καρδιά μου.

Ξύπνησα μέ έναν τρομερό πονοκέφαλο. Άνοιξα τα μάτια μου και το φως με τύφλωσε, η ώρα πρέπει να ήταν προχωρημένη. Ήμουν ακόμα στα μαξιλάρια. Η Έλενα ήταν ξαπλωμένη δίπλα μου. Πρέπει να είχαμε αποκοιμηθεί στο σαλόνι. Την είδα προφίλ να έχει ανοιχτά τα μάτια της και ένα απλανές βλέμμα. Έκανα να σηκωθω με κόπο, ζαλιζόμουν τρομερά. Όταν στάθηκα στα πόδια μου, έκανα να ρίξω μια κλεφτή ματια προς το μέρος της, χωρίς να το αντιληφθεί και φανεί πως ενδιαφέρομαι, να δω σε τι φάση βρίσκεται. Ήταν ακίνητη και ανέκφραστη, κρύα, χλωμή με κάτι τεράστιες μελανιές στον λαιμό της.{:}

3 Comments

  1. Sidney Edwards , on Μάι 26, 2021 at 18:56

    I’m not that much of a internet reader to be
    honest but your sites
    really nice, keep it up! I’ll go ahead and bookmark your site to come back in the future.

    Many thanks

  2. χαλκός μπαταρία , on Αυγ 16, 2021 at 05:07

    Έχω πράγματι προσπαθούν να βρουν αυτό όλο αυτό το διάστημα.
    Ενθουσιασμένος έχω ανακαλύψει εδώ.
    Ευχαριστώ πολύ!

  3. Svetka , on Ιούν 3, 2022 at 10:26

    Es ist erwähnenswert, dass man lange Zeit davon ausging, dass GABA die Blut-Hirn-Schranke (BBB) nicht überwinden kann (Kuriyama und Sze, 1971; Roberts, 1974), was Fragen über die Wirkungsmechanismen hinter seinen gesundheitlichen Vorteilen aufwirft. Über die Durchlässigkeit der Blut-Hirn-Schranke von GABA gibt es jedoch unterschiedliche Aussagen. Während einige Forscher argumentieren, dass nur geringe Mengen von GABA die BHS durchqueren (Knudsen et al., 1988; Bassett et al., 1990), und zwar aufgrund der Entdeckung von GABA-Transportersystemen im Gehirn (d. h. Weitergabe von gelösten Stoffen durch Transzytose, Carrier-vermittelten Transport oder einfache Diffusion hydrophober Substanzen), glauben andere, dass erhebliche Mengen von GABA die BHS passieren könnten (Takanaga et al., 2001; Al-Sarraf, 2002; Shyamaladevi et al., 2002). Da GABA auch im enterischen Nervensystem vorkommt, wurde außerdem angenommen, dass GABA über die Darm-Hirn-Achse auf das periphere Nervensystem wirken könnte (Cryan und Dinan, 2012). Obwohl es einige Hinweise darauf gibt, dass biosynthetisches GABA das menschliche Gehirn erreichen könnte, wie verschiedene EEG-Reaktionen zeigen (Abdou et al., 2006; Yoto et al., 2012), gibt es bisher keine Daten, die die Durchlässigkeit der BHS für GABA beim Menschen belegen. Obwohl gezeigt wurde, dass der GABA-Spiegel im Blut 30 Minuten nach der oralen GABA-Aufnahme erhöht war (Yamatsu et al., 2016), ist nicht bekannt, ob die orale GABA-Aufnahme die GABA-Konzentration im Gehirn erhöhen würde oder nicht. https://svetka.info/gaba-dell-integratore-italiano.html Welche Rolle spielten chronische Entzündungen bei der Entstehung von Krebs? Der deutsche Arzt Dr. Rudolf Virchow war der erste, der chronische Entzündungen mit Krebs in Verbindung brachte, da er beobachtete, dass Immunzellen gemeinsam mit Krebszellen existieren. Diese Vermutung wurde durch das bahnbrechende Experiment von Dr. Yamagiwa bestätigt. Heute ist allgemein anerkannt, dass chronische Entzündungen DNA-Schäden verursachen und im Laufe der Zeit Krebs auslösen können.

Leave a Comment

Μετάβαση στο περιεχόμενο